ΨΑΛΜΟΣ 55 – ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΤΟΥ ΚΑΤΑΤΡΕΓΜΕΝΟΥ ΣΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Κάθισμα 8

1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τοῦ λαοῦ τοῦ ἀπὸ τῶν ἁγίων μεμακρυμμένου· τῷ Δαυΐδ εἰς στηλογραφίαν, ὁπότε ἐκράτησαν αὐτὸν οἱ ἀλλόφυλοι ἐν Γέθ.

2 Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, ὅτι κατεπάτησέ με ἄνθρωπος, ὅλην τὴν ἡμέραν πολεμῶν ἔθλιψέ με.

3 κατεπάτησάν με οἱ ἐχθροί μου ὅλην τὴν ἡμέραν, ὅτι πολλοὶ οἱ πολεμοῦντες με ἀπὸ ὕψους.

4 ἡμέρας οὐ φοβηθήσομαι, ἐγὼ δὲ ἐλπιῶ ἐπὶ σέ.

5 ἐν τῷ Θεῷ ἐπαινέσω τοὺς λόγους μου, ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι σάρξ.

6 ὅλην τὴν ἡμέραν τοὺς λόγους μου ἐβδελύσσοντο, κατ᾿ ἐμοῦ πάντες οἱ διαλογισμοὶ αὐτῶν εἰς κακόν.

7 παροικήσουσι καὶ κατακρύψουσιν· αὐτοὶ τὴν πτέρναν μου φυλάξουσι, καθάπερ ὑπέμειναν τῇ ψυχῇ μου.

8 ὑπὲρ τοῦ μηθενὸς σώσεις αὐτούς, ἐν ὀργῇ λαοὺς κατάξεις. ὁ Θεός,

9 τὴν ζωήν μου ἐξήγγειλά σοι, ἔθου τὰ δάκρυά μου ἐνώπιόν σου ὡς καὶ ἐν τῇ ἐπαγγελίᾳ σου.

10 ἐπιστρέψουσιν οἱ ἐχθροί μου εἰς τὰ ὀπίσω, ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ ἐπικαλέσωμαί σε· ἰδοὺ ἔγνων ὅτι Θεός μου εἶ σύ.

11 ἐπὶ τῷ Θεῷ αἰνέσω ῥῆμα, ἐπὶ τῷ Κυρίῳ αἰνέσω λόγον.

12 ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος.

13 ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, εὐχαί, ἃς ἀποδώσω αἰνέσεώς σου,

14 ὅτι ἐῤῥύσω τὴν ψυχήν μου ἐκ θανάτου καὶ τοὺς πόδας μου ἀπὸ ὀλισθήματος· εὐαρεστήσω ἐνώπιον Κυρίου ἐν φωτὶ ζώντων.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ προσευχή ἑνός ἀνθρώπου πού βρίσκεται σέ δυσκολία.
α2 Γιά ξεκαθάρισμα τῶν συναισθημάτων καί νά ἰδωθοῦν καθαρά τά πράγματα.
Γιά νά φανῆ ἡ καθαρή ἀλήθεια χωρίς συναισθηματισμό.
β Ὅταν σέ καταδιώκουν καί σέ διαβάλλουν, ἐσύ νά ἐμπιστεύεσαι στόν Κύριο.
γ Γιά εὐαίσθητους πού ἔχουν πληγωθεῖ ψυχικά ἀπό τούς συνανθρώπους τους.
στ Προσευχή ἐλπίδος πρός τόν Θεό νά μᾶς προστατεύει ἀπό κάθε κακό καί ἐπίβουλο ἐχθρό μας.
θ “Ἔκφρασις ἐλπίδος πρός τόν Θεό ἐν περιπτώσει δεινῶν περιπετειῶν καί θλίψεων μας”.

Μετάφραση – Ερμηνεία

1 –
1 Στον πρωτοψάλτη· όπως το «Μακρινό περιστέρι της σιωπής». Μικτάμ του Δαβίδ, όταν τον είχαν συλλάβει οι Φιλισταίοι στη Γαθ.

2 Ελέησέ με, ω Θεέ μου, διότι, άνθρωπος με εποδοπάτησε κάτω στο χώμα, σαν να είμαι σκουλήκι. Ολας τας ημέρας με κατέθλιψε με τον πόλεμον, που εξήγειρεν εναντίον μου.
2 Δώσ’ μου το έλεός σου, Θεέ, γιατί με κατατρέχουν· όλη τη μέρα με συνθλίβουν οι πολιορκητές.

3 Με καταπατούν οι εχθροί μου όλας τας ημέρας, διότι οι πολεμούντες με είναι ισχυροί, και με πολεμούν από υψηλόν, ασφαλές και απρόσβλητον μέρος.
3 Οι εχθροί μου απάνω μου χυμούν όλη τη μέρα· γιατί πολλοί με πολεμάνε, Ύψιστε.

4 Εγώ όμως όλας αυτάς τας ημέρας του πολέμου των δεν τους φοβούμαι, διότι εις σε έχω στηρίξει τας ελπίδας μου.
4 Όταν με πιάνει τρόμος σ’ εσένα εγκαταλείπομαι.

5 Με την βοήθειαν του Θεού μου οι λόγοι αυτοί θα αποδειχθούν πραγματικώς έπαινός μου. Εις τον Θεόν μου εστήριξα τας ελπίδας μου. Δεν θα φοβηθώ, τι θα σκεφθή και θα πράξη εναντίον μου φθαρτή ανθρωπίνη σαρξ.
5 Στο Θεό που το λόγο του εξυμνώ, στο Θεό ελπίζω, δε φοβάμαι· τι θα μου κάνει ένας θνητός;

6 Ολην την ημέραν εκείνοι αηδίαζαν και απεστρέφοντο τους λόγους μου. Αι δε σκέψεις και αι αποφάσεις των εστρέφοντο εναντίον μου, δια να μου κάμουν κακόν.
6 Ολημερίς διαστρέφουνε τα λόγια μου· εναντίον μου οι σκέψεις τους όλες για το κακό.

7 Συναθροίζονται εις συνωμοσίαν, παραμονεύουν, προσπαθούν να κρύψουν τα πονηρά των σχέδια. Αυτοί παρακολουθούν τα ίχνη μου, όπως οι κυνηγοί τα ίχνη των θηραμάτων, δια να με εξοντώσουν, με την ιδίαν επιμονήν, με όσην εγώ επιμένω και επιζητώ την σωτηρίαν μου από σέ.
7 Κρύβονται, καιροφυλακτούν, κατασκοπεύουνε τα βήματά μου· τη ζωή μου επιβουλεύονται.

8 Μηδενικά και αρνητικά στοιχεία είναι εις την ζωήν των. Συ, λοιπόν, θα τους σώσης; Οχι βέβαια. Αλλά και λαούς ακόμη ολοκλήρους θα οδηγήσης στον άδην, ω Θεέ μου, εν τη δικαία σου οργή.
8 Γι’ αυτήν την ανομία τους πώς θα ξεφύγουν την οργή σου; Θεέ, ρίξε στο χώμα τους λαούς!

9 Σου εξέθεσα, Κυριε, ολόκληρον την πολυβασανισμένην μου ζωήν. Συ δε έλαβες υπ’ όψιν σου τα δάκρυά μου, σύμφωνα και με την υπόσχεσίν σου.
9 Ξέρεις εσύ πόσες φορές πήρα το δρόμο της φυγής. Μάζεψε τα δάκρυά μου μες στο ασκί σου· δεν τα ‘χεις ένα ένα μετρημένα;

10 Οι εχθροί μου πανικόβλητοι θα τραπούν εις φυγήν εις ημέραν, κατά την οποίαν εγώ θα επικαλεσθώ την βοήθειάν σου. Ιδού, εγνώρισα και επείσθην μέχρι σήμερον, ότι συ είσαι ο Θεός μου.
10 Πισωδρομούν οι εχθροί μου, κάθε φορά που σου ζητώ βοήθεια· το ξέρω ότι ο Θεός είναι μαζί μου.

11 Εις δόξαν του Θεού μου θα μελοποιήσω τον ύμνον μου. Θα ψάλλω προς τον Κυριον εκτενή δοξολογίαν.
11 Στο Θεό που το λόγο του εξυμνώ· στον Κύριο, που εξυμνώ το λόγο του,

12 Εις τον Θεόν μου ήλπισα και δεν έχω να φοβηθώ, τι σκέπτεται να μου κάμη ο οιοσδήποτε άνθρωπος.
12 σ’ αυτόν έλπισα, και δε φοβάμαι πια· ο άνθρωπος τι μπορεί να μου κάνει;

13 Εχω κάμει, Κυριε, τάματα, τα οποία με όλην μου την καρδίαν και δοξάζων το άγιον Ονομά σου θα εκπληρώσω,
13 Τα τάματα που σου ‘κανα θα τα εκπληρώσω, Θεέ· σ’ εσένα θα προσφέρω τις ευχαριστήριες θυσίες μου.

14 διότι συ εγλύτωσες την ζωήν μου από βέβαιον θάνατον, διεφυλαξες τους πόδας μου από θανατηφόρον ολίσθημα. Θα πράττω πάντοτε το ευάρεστον ενώπιον του Κυρίου, εφ’ όσον ευρίσκομαι υπό το φως του ηλίου εν μέσω των ζώντων ανθρώπων εις την γην.
14 Εσύ λύτρωσες τη ζωή μου απ’ το θάνατο, δεν άφησες τα πόδια μου στο λάκκο να γλιστρήσουν· για να μπορώ μπρος στο Θεό μου να πορεύομαι μες στης ζωής το φως.