ΨΑΛΜΟΣ 59 – Ο ΘΕΟΣ ΑΠΑΝΤΑΕΙ ΣΤΙΣ ΕΠΙΚΛΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΤΟΥ

Κάθισμα 8

1 Εἰς τὸ τέλος· τοῖς ἀλλοιωθησομένοις ἔτι, εἰς στηλογραφίαν τῷ Δαυΐδ, εἰς διδαχήν,

2 ὁπότε ἐνεπύρισε τὴν Μεσοποταμίαν Συρίας καὶ τὴν Συρίαν Σοβάλ, καὶ ἐπέστρεψεν Ἰωάβ, καὶ ἐπάταξε τὴν φάραγγα τῶν Ἁλῶν, δώδεκα χιλιάδας.

3 Ὁ Θεὸς, ἀπώσω ἡμᾶς καὶ καθεῖλες ἡμᾶς, ὠργίσθης καὶ ᾠκτείρησας ἡμᾶς.

4 συνέσεισας τὴν γῆν καὶ συνετάραξας αὐτήν· ἴασαι τὰ συντρίμματα αὐτῆς ὅτι ἐσαλεύθη.

5 ἔδειξας τῷ λαῷ σου σκληρά, ἐπότισας ἡμᾶς οἶνον κατανύξεως.

6 ἔδωκας τοῖς φοβουμένοις σε σημείωσιν τοῦ φυγεῖν ἀπὸ προσώπου τόξου. (διάψαλμα).

7 ὅπως ἂν ῥυσθῶσιν οἱ ἀγαπητοί σου, σῶσον τῇ δεξιᾷ σου καὶ ἐπάκουσόν μου.

8 ὁ Θεὸς ἐλάλησεν ἐν τῷ ἁγίῳ αὐτοῦ· ἀγαλλιάσομαι καὶ διαμεριῶ Σίκιμα καὶ τὴν κοιλάδα τῶν σκηνῶν διαμετρήσω.

9 ἐμός ἐστι Γαλαάδ, καὶ ἐμός ἐστι Μανασσῆ, καὶ Ἐφραὶμ κραταίωσις τῆς κεφαλῆς μου, Ἰούδας βασιλεύς μου·

10 Μωὰβ λέβης τῆς ἐλπίδος μου, ἐπὶ τὴν Ἰδουμαίαν ἐκτενῶ τὸ ὑπόδημά μου, ἐμοὶ ἀλλόφυλοι ὑπετάγησαν.

11 τίς ἀπάξει με εἰς πόλιν περιοχῆς; ἢ τίς ὁδηγήσει με ἕως τῆς Ἰδουμαίας;

12 οὐχὶ σύ, ὁ Θεός, ὁ ἀπωσάμενος ἡμᾶς; καὶ οὐκ ἐξελεύσῃ, ὁ Θεός, ἐν ταῖς δυνάμεσιν ἡμῶν;

13 δὸς ἡμῖν βοήθειαν ἐκ θλίψεως, καὶ ματαία σωτηρία ἀνθρώπου.

14 ἐν τῷ Θεῷ ποιήσωμεν δύναμιν, καὶ αὐτὸς ἐξουδενώσει τοὺς θλίβοντας ἡμᾶς.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ προσευχή γιά προστασία καί τιμωρία.
α2 Ἀπογευματινή προσευχή γιά προστασία.
γ Γιά νά φανερώση ὁ Θεός τήν ἀλήθεια, ὅταν συκοφαντῆται σύνολον ἀνθρώπων.
ε “Διά ἐνθύμησιν τῶν εὐεργεσιῶν τοῦ Θεοῦ, εἰς διδαχήν δέ, εὐχαριστίας δηλαδή καί ὑπομονῆς”.
θ “Ἐν θλίψει ἕνεκα διωγμῶν”.

Μετάφραση – Ερμηνεία

1 –
1 Στον πρωτοψάλτη· όπως το «σουσάν-εδούθ» (το κρίνο είναι μάρτυρας). Μικτάμ του Δαβίδ -για διδασκαλία.

2 –
2 Την εποχή που ο Δαβίδ κίνησε εκστρατεία εναντίν των Συρίων της Μεσοποταμίας και της Σωβά. Τότε ο Ιωάβ γύρισε και νίκησε τους Εδωμίτες στην κοιλάδα του ʼλατος -δώδεκα χιλιάδες άντρες.

3 Ω Θεέ, μας απώθησες και μας απεμάκρυνες από κοντά σου. Μας κατεκρήμνισες, ωργίσθης εναντίον μας. Και τώρα, Κυριε, μετά την τιμωρίαν μας, δείξε προς ημάς το έλεός σου και την ευσπλαγχνίαν σου.
3 Θεέ, μάς έριξες μακριά σου, μας διασκόρπισες· οργίστηκες, γύρνα πάλι σ’ εμάς.

4 Συνεκλόνισες την χώραν της Παλαιστίνης με την επιδρομήν και τας δηώσεις των αλλοφύλων. Την συνετάραξες ωσάν με σεισμούς μεγάλους και καταστρεπτικούς. Θεράπευσε, Κυριε, τα συντρίμματα και τα ερείπιά της, διότι τα πάντα εις αυτήν εσαλεύθησαν.
4 Συντάραξες τη γη και τηνε ράγισες· γιάτρεψε τις ρωγμές της γιατί κλονίζεται.

5 Παρεχώρησες να ίδη ο λαός σου σκληράς δοκιμασίας. Μας επότισες με τον πικρόν οίνον της οργής σου.
5 Έκανες ο λαός σου να υποστεί τα πάνδεινα· μας πότισες του ιλίγγου το κρασί.

6 Εδωκες όμως, εν τη ευσπλαγχνία και τη αγαθότητί σου, στους Ισραηλίτας, που ευλαβούνται το όνομά σου, σημείον, δια να αποφύγουν το εχθρικόν τόξον και διασωθούν.
6 Σημείο έδωσες σ’ αυτούς που σε φοβούνται, για να ξεφύγουνε το βέλος του τοξότη. (Διάψαλμα)

7 Δια να γλυτώσουν οι αγαπητοί σου και μη εξοντωθούν από τους εχθρούς, σώσε τους με την ακατανίκητον δεξιάν σου και κάμε δεκτήν ευμενώς την προσευχήν μου υπέρ του λαού.
7 Για να ελευθερωθούμ’ εμείς, οι αγαπημένοι σου, σώσε μας με τη δύναμή σου κι αποκρίσου μας.

8 Ο Θεός, εν τη αγιότητι αυτού, μίλησε επισήμως και είπε· Με χαράν και αγαλλίασιν θα διαμοιράσω εις σας την πόλιν Συχέμ και θα καταμετρήσω την κοιλάδα των σκηνών, που εκτείνεται πέραν του Ιορδάνου, όλην αυτήν την χώραν, δια να την διαμοιράσω προς σας.
8 Μίλησε ο Θεός μες στο ναό του: «Θα θριαμβεύσω, θα σας μοιράσω τη Συχέμ· και την κοιλάδα της Σουκκώθ θα σας παραχωρήσω.

9 Διότι εις εμέ ανήκει η χώρα Γαλαάδ, ιδική μου είναι η περιοχή Μανασσή η πέραν του Ιορδάνου. Επίσης ιδική μου είναι και η εντεύθεν του Ιορδάνου περιοχή Εφραίμ, η κραταιά αυτή δύναμις περικεφαλαία μου, όπως επίσης και φυλή του Ιούδα, από την οποίαν προέρχονται οι βασιλείς του λαού μου.
9 Δικός μου είναι ο Γαλαάδ, δικός μου ο Μανασσής· ο Εφραΐμ, η περικεφαλαία μου και σκήπτρο μου ο Ιούδας.

10 Η χώρα των Μωαβιτών θα γίνη λεκάνη, μέσα εις την οποίαν ο εκλεκτός μου λαός θα πλύνη τους πόδας του. Εις την χώραν της Ιδουμαίας θα εκτείνω το υπόδημά μου και θα την υποτάξω. Εις εμέ όλοι οι αλλόφυλοι υπετάγησαν και θα υποταχθούν.
10 Η Μωάβ είναι λεκάνη για να νίβομαι και ρίχνω το σανδάλι μου στη χώρα του Εδώμ· χώρα των Φιλισταίων, ζητωκραύγασέ με».

11 Επειτα, λοιπόν, από τας μεγάλας αυτάς υποσχέσστου Κυρίου, ποίος θα με φέρη νικητήν εις την οχυράν πόλιν, που είναι πρωτεύουσα της Ιδουμαίας; Ποιός θα με οδηγήση το συντομώτερον μέχρι της χώρας Ιδουμαίας;
11 Ποιος θα με φέρει στην οχυρωμένη πόλη; και ποιος θα μ’ οδηγήσει ως την Εδώμ;

12 Δεν θα μας οδηγήσης συ, ω Θεέ μου, ο οποίος προηγουμένως μας είχες απωθήσει από κοντά σου; Και συ δεν θα εκστρατεύσης μαζή με τας ιδικάς μας στρατιωτικάς δυνάμεις εναντίον των εχθρών μας;
12 Ποιος άλλος από σένα, Θεέ; Εσύ όμως μας απέρριψες! Δε βγαίνεις πια στον πόλεμο, Θεέ, μαζί με τις στρατιές μας.

13 Δος μας βοήθειαν, δια να σωθώμεν από την δοκιμασίαν, η οποία μας συνέχει, διότι ματαία και άκαρπος εις σωτηρίαν είναι κάθε βοήθεια, που προέρχεται από άνθρωπον.
13 Δώσ’ μας βοήθεια ενάντια στον εχθρό· ανώφελη η ανθρώπινη βοήθεια.

14 Με την βοήθειαν σου του Θεού μας θα δράσωμεν αποτελεσματικώς και μετά δυνάμεως. Αυτός ο ίδιος θα εκμηδενίση εκείνους, οι οποίοι μας θλίβουν.
14 Με το Θεό μαζί μας θα κάνουμε σπουδαία κατορθώματα· εκείνος θα συντρίψει τους εχθρούς μας.