ΨΑΛΜΟΣ 61 – ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΘΕΟ ΒΡΙΣΚΕΙ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΓΑΛΗΝΗ

Κάθισμα 8

1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ Ἰδιθούν· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

2 Οὐχὶ τῷ Θεῷ ὑποταγήσεται ἡ ψυχή μου; παρ᾿ αὐτῷ γὰρ τὸ σωτήριόν μου·

3 καὶ γὰρ αὐτὸς Θεός μου καὶ σωτήρ μου, καὶ ἀντιλήπτωρ μου, οὐ μὴ σαλευθῶ ἐπὶ πλεῖον.

4 ἕως πότε ἐπιτίθεσθε ἐπ᾿ ἄνθρωπον; φονεύετε πάντες ὑμεῖς ὡς τοίχῳ κεκλιμένῳ καὶ φραγμῷ ὠσμένῳ.

5 πλὴν τὴν τιμήν μου ἐβουλεύσαντο ἀπώσασθαι, ἔδραμον ἐν δίψει, τῷ στόματι αὐτῶν εὐλόγουν καὶ τῇ καρδίᾳ αὐτῶν κατηρῶντο. (διάψαλμα).

6 πλὴν τῷ Θεῷ ὑποτάγηθι, ἡ ψυχή μου, ὅτι παρ᾿ αὐτῷ ἡ ὑπομονή μου.

7 ὅτι αὐτὸς Θεός μου καὶ σωτήρ μου, ἀντιλήπτωρ μου, οὐ μὴ μεταναστεύσω.

8 ἐπὶ τῷ Θεῷ τὸ σωτήριόν μου καὶ ἡ δόξα μου· ὁ Θεὸς τῆς βοηθείας μου, καὶ ἡ ἐλπίς μου ἐπὶ τῷ Θεῷ.

9 ἐλπίσατε ἐπ᾿ αὐτὸν πᾶσα συναγωγὴ λαοῦ· ἐκχέετε ἐνώπιον αὐτοῦ τὰς καρδίας ὑμῶν, ὅτι ὁ Θεὸς βοηθὸς ἡμῶν. (διάψαλμα).

10 πλὴν μάταιοι οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων, ψευδεῖς οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν ζυγοῖς τοῦ ἀδικῆσαι αὐτοὶ ἐκ ματαιότητος ἐπὶ τὸ αὐτό.

11 μὴ ἐλπίζετε ἐπ᾿ ἀδικίαν καὶ ἐπὶ ἁρπάγματα μὴ ἐπιποθεῖτε· πλοῦτος ἐὰν ῥέῃ, μὴ προστίθεσθε καρδίαν.

12 ἅπαξ ἐλάλησεν ὁ Θεός, δύο ταῦτα ἤκουσα, ὅτι τὸ κράτος τοῦ Θεοῦ,

13 καὶ σοῦ, Κύριε, τὸ ἔλεος, ὅτι σὺ ἀποδώσεις ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ προσευχή ἑνός κουρασμένου βασιλιᾶ.
α2 Γιά τούς ἐργοδότες πού δέν πᾶνε καλά οἱ δουλιές τους.
β Ὅταν ὁρμοῦν μέ ἄγριες διαθέσεις ἐναντίον σου, ἐσύ νά ὑποτάσσεσαι περισότερο στόν Κύριο
γ Γιά νά ἀπαλλάξη ὁ Θεός ἀπό δοκιμασίες τόν ὁλιγόψυχο ἄνθρωπο, πού δέν ἔχει ὑπομονή καί γογγύζει.
ε “Ὁ Ψ. δέ οὗτος εἶναι μία παρακίνησις εἰς τό νά ὑπομένῃ τινάς τούς πειρασμούς καί εἰς τό νά ἐλπίζῃ πρός τόν Θεόν”.
στ Ἡ προσευχή ὁλοκληρωτικῆς ὑποταγῆς καί ἀκράδαντης ἐλ πίδας στόν Θεό καί ὄχι σέ ἀνθρώπους, πλοῦτο καί ἄλλα ὑλικά πράγματα.
θ ‘Ἔκφρασις ἐλπίδος πρός τόν Θεό ἐν περιπτώσει δεινῶν περιπετειῶν καί θλίψεων.

Μετάφραση – Ερμηνεία

1 –
1 Στον πρωτοψάλτη· όπως ο «Ιεδουθούν». Ψαλμός του Δαβίδ.

2 Εις τον Θεόν δεν θα υποταχθή η ψυχή μου; Βεβαίως. Διότι εις τα χέρια αυτού υπάρχει η σωτηρία μου.
2 Μονάχα στο Θεό βρίσκει η ψυχή μου τη γαλήνη· μόνο από κείνον έρχεται η σωτηρία μου.

3 Ακριβώς επειδή αυτός ο Θεός μου, είναι ο σωτήρ μου και ο υπερασπιστής μου, δεν θα κλονισθώ πλέον στους πειρασμούς, οι οποίοι ενδεχομένως θα με προσβάλουν.
3 Μονάχα εκείνος είναι προστάτης και σωτήρας μου και κάστρο μου· μπορεί να κλονιστώ, μα δε θα πέσω.

4 Εως πότε σεις θα επιτίθεσθε με φονικήν μανίαν εναντίον αθώου ανθρώπου; Εως πότε σεις θα επιζητήτε να με φονεύσετε επιπίπτοντες εναντίον μου, ωσάν προς ετοιμόρροπον τοίχον και προς φράκτην ο οποίος έχει σπρωχθή και είναι έτοιμος να σωριασθή στο έδαφος;
4 Ως πότε θα τα βάζετε όλοι σας μ’ έναν άνθρωπο και θα ζητάτε να τον ρίξετε καθώς τον τοίχο οπού γέρνει, καθώς το φράχτη τον ετοιμόρροπο;

5 Παρ’ όλην την τραγικήν μου κατάστασιν, οι εχθροί μου εσκέφθησαν να ποδοπατήσουν στο χώμα την βασιλικήν μου τιμήν. Και προς τούτο, διψασμένοι δια το αίμα μου, έτρεξαν εναντίον μου. Με το στόμα των έλεγαν λόγους επαινετικούς και κολακευτικούς. Με την καρδιάν των όμως με κατηρώντο.
5 Αυτό που θέλουν είναι να τον ρίξουν απ’ την τιμητική του θέση· το ψέμα τούς αρέσει· με το στόμα τους ευλογούν, μέσα τους καταριούνται. (Διάψαλμα).

6 Πλην συ, ω ψυχή μου, στον Θεόν πρέπει να υποταχθής, διότι από αυτόν με υπομονήν και πίστιν θα περιμένω λύτρωσιν από τας θλίψεις μου.
6 Μονάχα στο Θεό βρίσκει η ψυχή μου τη γαλήνη· γιατί αυτός μου δίνει την ελπίδα μου.

7 Διότι αυτός είναι ο Θεός και σωτήρ μου, το στήριγμά μου· και παρά την μανίαν των εχθρών μου δεν θα μεταναστεύσω εξόριστος εις ξένας περιοχάς.
7 Μονάχα εκείνος είναι προστάτης και σωτήρας μου και κάστρο μου· καθόλου δε θα κλονιστώ.

8 Εις τον Θεόν έχω στηρίξει με πίστιν την σωτηρίαν μου και την δόξαν μου. Ο Θεός αυτός είναι ο βοηθός μου και όλαι αι ελπίδες μου εις αυτόν στηρίζονται.
8 Η σωτηρία κι η δόξα μου βρίσκονται στο Θεό· αυτός είναι ο δυνατός προστάτης μου, το καταφύγιό μου είναι στο Θεό.

9 Εις τον Θεόν στηρίξατε τας ελπίδας σας όλα τα πλήθη του λαού. Αφήσατε να εκχυθή προς αυτόν το περιεχόμενον της καρδίας σας, είτε θλίψις είναι και πόνοι, είτε χαρά και αγαλλίασις. Διότι ο Θεός είναι βοηθός μας.
9 Σ’ εκείνον έλπιζε κάθε στιγμή, λαέ μου, μπροστά του ανοίξτε τις καρδιές σας· το καταφύγιό μας είν’ ο Θεός. (Διάψαλμα)

10 Εξ αντιθέτου οι άνθρωποι είναι ματαιολόγοι και κούφοι, ψεύδονται μεταξύ των, απατούν και απατώνται, και αδικούν ο ενας τον άλλον. Ολοι αυτοί κινούνται από συμφώνου ένεκα της ματαιοδοξίας των.
10 Πνοή τ’ ανέμου οι επιφανείς και σαν καπνός οι άσημοι· στης ζυγαριάς το δίσκο όλοι μαζί λιγότερο θα ζύγιζαν απ’ την πνοή του ανέμου.

11 Σεις, οι άνθρωποι, μη στηρίζετε τας ελπίδας σας στον πλούτον και εις την αδικίαν. Μη φλογίζεσθε από τον πόθον δια πλούτη, που προέρχονται από αρπαγάς. Και αν ίδετε ωσάν ποτάμι να ρέη ο πλούτος εμπρός σας, μη προσκολλάτε εις αυτόν την καρδίαν σας.
11 Στη βία μην εμπιστεύεστε, μάταια μην ελπίζετε στην αρπαγή· κι ο πλούτος αν πληθαίνει μην προσηλώνεστε σ’ αυτόν.

12 Απαξ δια παντός διεκήρυξεν ο Θεός, εγώ δε ήκουσα τα δύο αυτά πράγματα. Πρώτον ότι η κραταιά δύναμις ανήκει εις σε τον Θεόν
12 Μία φορά μίλησε ο Θεός κι εγώ άκουσα δύο πράγματα: Πως στο Θεό ανήκει η δύναμη,

13 και δεύτερον ότι η ευσπλαγχνία είναι επίσης ιδική σου. Βασει λοιπόν αυτών, Κυριε, συ θα αποδώσης εις έκαστον κατά τα έργα του. Θα τιμωρήσης δια τας αδικίας του τον ένοχον. Θα αμείψης τον αγαθόν δια τα καλά του έργα.
13 σ’ εσένα, Κύριε, η καλοσύνη· και πως εσύ ανταποδίδεις στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του.