ΨΑΛΜΟΣ 58 – ΘΕΕ ΜΟΥ, ΓΛΙΤΩΣΕ ΜΕ ΑΠ’ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΜΟΥ

Κάθισμα 8

1 Εἰς τὸ τέλος· μὴ διαφθείρῃς· τῷ Δαυΐδ εἰς στηλογραφίαν, ὁπότε ἀπέστειλε Σαοὺλ καὶ ἐφύλαξε τὸν οἶκον αὐτοῦ τοῦ θανατῶσαι αὐτόν.

2 Ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, ὁ Θεός, καὶ ἐκ τῶν ἐπανισταμένων ἐπ᾿ ἐμὲ λύτρωσαί με·

3 ῥῦσαί με ἐκ τῶν ἐργαζομένων τὴν ἀνομίαν καὶ ἐξ ἀνδρῶν αἱμάτων σῶσόν με.

4 ὅτι ἰδοὺ ἐθήρευσαν τὴν ψυχήν μου, ἐπέθεντο ἐπ᾿ ἐμὲ κραταιοί. οὔτε ἡ ἀνομία μου οὔτε ἡ ἁμαρτία μου, Κύριε·

5 ἄνευ ἀνομίας ἔδραμον καὶ κατεύθυνα· ἐξεγέρθητι εἰς συνάντησίν μου καὶ ἴδε.

6 καὶ σύ, Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, πρόσχες τοῦ ἐπισκέψασθαι πάντα τὰ ἔθνη, μὴ οἰκτειρήσῃς πάντας τοὺς ἐργαζομένους τὴν ἀνομίαν. (διάψαλμα).

7 ἐπιστρέψουσιν εἰς ἑσπέραν καὶ λιμώξουσιν ὡς κύων καὶ κυκλώσουσι πόλιν.

8 ἰδοὺ ἀποφθέγξονται ἐν τῷ στόματι αὐτῶν, καὶ ῥομφαία ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτῶν, ὅτι τίς ἤκουσε;

9 καὶ σύ, Κύριε, ἐκγελάσῃ αὐτούς, ἐξουδενώσεις πάντα τὰ ἔθνη.

10 τὸ κράτος μου, πρὸς σὲ φυλάξω, ὅτι σύ, ὁ Θεός, ἀντιλήπτωρ μου εἶ.

11 ὁ Θεός μου, τὸ ἔλεός σου προφθάσει με· ὁ Θεός μου δείξει μοι ἐν τοῖς ἐχθροῖς μου.

12 μὴ ἀποκτείνῃς αὐτούς, μήποτε ἐπιλάθωνται τοῦ νόμου σου· διασκόρπισον αὐτοὺς ἐν τῇ δυνάμει σου καὶ κατάγαγε αὐτούς, ὁ ὑπερασπιστής μου, Κύριε.

13 ἁμαρτία στόματος αὐτῶν, λόγος χειλέων αὐτῶν, καὶ συλληφθήτωσαν ἐν τῇ ὑπερηφανίᾳ αὐτῶν· καὶ ἐξ ἀρᾶς καὶ ψεύδους διαγγελήσονται ἐν συντελείᾳ,

14 ἐν ὀργῇ συντελείας, καὶ οὐ μὴ ὑπάρξουσι· καὶ γνώσονται, ὅτι Θεὸς δεσπόζει τοῦ Ἰακὼβ τῶν περάτων τῆς γῆς. (διάψαλμα).

15 ἐπιστρέψουσιν εἰς ἑσπέραν, καὶ λιμώξουσιν ὡς κύων καὶ κυκλώσουσι πόλιν.

16 αὐτοὶ διασκορπισθήσονται τοῦ φαγεῖν· ἐὰν δὲ μὴ χορτασθῶσι, καὶ γογγύσουσιν.

17 ἐγὼ δὲ ᾄσομαι τῇ δυνάμει σου καὶ ἀγαλλιάσομαι τὸ πρωΐ τὸ ἔλεός σου, ὅτι ἐγενήθης ἀντιλήπτωρ μου καὶ καταφυγή μου ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς μου.

18 βοηθός μου εἶ, σοὶ ψαλῶ· ὅτι σύ, ὁ Θεός, ἀντιλήπτωρ μου εἶ, ὁ Θεός μου, τὸ ἔλεός μου.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 “Ὑπάρχει ὁ Θεός πού κρίνει”.
α2 Γιά νά διορθωθοῦν οἱ διεφθαρμένοι πολιτικοί, ὑπάλληλοι καί ἐργάτες.
β Ἐνῶ εἶσαι περικυκλωμένος καί διαφύγεις νά εὐχαριστῆς τόν Κύριο.
γ Γιά τούς βωβούς νά δώση ὁ Θεός λαλιά.
ε “Αὐτός διδάσκει ὅτι πρέπει νά μήν ἀποκάμνωμεν καί μικροψυχῶμεν εἰς τούς πειρασμούς, ἀλλά νά ἀποβλέπωμεν εἰς τό τέλος αὐτῶν, καί οὕτω νά μή διαφθείρωμεν τήν ὑπομονήν”.
θ “Ἐν καταστάσει στενοχωρίας καί ἀδημονίας”.

Μετάφραση – Ερμηνεία

1 –
1 Στον πρωτοψάλτη· όπως το «αλ-τασχέθ» (μην καταστρέφεις). Μικτάμ του Δαβίδ, όταν έστειλε ο Σαούλ να επιτηρούν το σπίτι του για να τον θανατώσει.

2 Ω Θεέ μου, βγάλε με από τα χέρια των εχθρών μου. Γλύτωσέ με από την επιβουλήν εκείνων, οι οποίοι έχουν εξεγερθή εναντίον μου.
2 Θεέ μου, γλίτωσέ με απ’ τους εχθρούς μου, προφύλαξέ με απ’ αυτούς που μ’ απειλούν.

3 Γλύτωσέ με από τους ανθρώπους, που εργάζονται την ανομίαν. Σώσε με από ανθρώπους αιμοβόρους, που σκέπτονται και διαπράττουν εγκλήματα.
3 Σώσε με απ’ της ανομίας τους εργάτες και λύτρωσέ με απ’ τους αιμοχαρείς.

4 Διότι ιδού, έστησαν ενέδρας, δια να μου πάρουν την ζωήν. Επετέθησαν εναντίον μου οι ισχυροί της εποχής αυτής. Ούτε η παρανομία μου, ούτε η αμαρτία μου υπήρξαν, Κυριε, αιτία της καταφοράς των αυτής.
4 Γιατ’ είν’ αυτοί που ενεδρεύουν τη ζωή μου, οι βίαιοι συνάζονται εναντίον μου, χωρίς, Κύριε, να ‘μαι ένοχος ούτε να ‘χω αμαρτία.

5 Μέχρι σήμερον επέρασα τας ημέρας της ζωής μου χωρίς παρανομία. Εξ αντιθέτου συμπεριεφέρθην με ευθύτητα. Σηκω, λοιπόν, Κυριε, και έλα εις συνάντησίν μου και ίδε τον κίνδυνον, που με απειλεί.
5 Παρ’ όλο που ‘μαι αθώος, εκείνοι τρέχουν κι ετοιμάζονται. Ξύπνησε, Κύριε, έλα κοντά μου, κοίταξε.

6 Συ, Κυριε, ο Θεός των επουρανίων και επιγείων δυνάμεων, συ ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού, σπεύσε εν τη δικαιοσύνη σου να επισκεφθής με την τιμωρόν ράβδον σου όλα τα αμαρτωλά έθνη. Μη δείξης ευσπλαγχνίαν προς εκείνους, οι οποίοι εργάζονται την παρανομίαν.
6 Κύριε, εσύ, Θεέ πανίσχυρε, Θεέ του Ισραήλ, σήκω να τιμωρήσεις όλα τα έθνη· μη λυπηθείς κανέναν απ’ αυτούς τους άθλιους προδότες. (Διάψαλμα)

7 Οπως ο κύων κατά την εσπέραν περιέρχεται αναζητών τροφήν εις τα απορρίμματα, έτσι και αυτοί, διψασμένοι και πεινασμένοι δι’ ανθρώπινον αίμα, θα περιέλθουν την πόλιν αναζητούντες τα θύματά των.
7 Το βράδυ επιστρέφουνε ουρλιάζοντας σαν τα σκυλιά, στην πόλη τριγυρνάνε.

8 Ιδού, αυτοί εκτοξεύουν από το στόμα τους φαρμακερούς και υβριστικούς λόγους. Κοφτερή ρομφαία τα χείλη των. Με θρασύτητα λέγουν· Ποιός μας ακούει; Και αν μας ακούη, άνθρωπος η Θεός, μήπως και θα δώσωμεν λόγον;
8 ‘Aκου, κακό που βγαίνει από το στόμα τους, από τα χείλη τους δόρατα ξεπετιούνται. «Γιατί;» -λένε- «ποιος μας ακούει;»

9 Συ όμως, Κυριε, θα τους περιγελάσης. Θα εκμηδενίσης γενικώς όλα τα ειδωλολατρικά αμαρτωλά έθνη.
9 Αλλά συ, Κύριε, γελάς μ’ αυτούς· χλευάζεις όλα τα έθνη.

10 Την δύναμίν μου, Κυριε, την σωτηρίαν και ασφάλειάν μου, θα αναθέσω εις σέ, διότι συ είσαι ο Θεός μου, ο προστάτης και υπερασπιστής μου.
10 Ω, δύναμή μου, σ’ εσένα αποβλέπω· γιατί εσύ, Θεέ, είσαι το κάστρο μου.

11 Ω Θεέ μου, πιστεύω απολύτως, ότι θα έλθη προς εμέ το έλεός σου στον κατάλληλον καιρόν, δια να με προφθάση, πριν πάθω τι. Συ, ο Θεός μου, θα μου δείξης το έργον της δικαιοσύνης σου εναντίον των εχθρών μου.
11 Θεέ μου, απ’ την αγάπη σου έρχεσαι να με προϋπαντήσεις· και θα μου δείξεις, Θεέ μου, οι εχθροί μου τι θα πάθουν.

12 Μη τους θανατώσης όμως, Κυριε, αλλά τιμώρησέ τους κατ’ άλλον τρόπον, δια να βλέπη το έθνος μου την τιμωρίαν αυτήν και μη λησμονή τον Νομον σου. Διασκόρπισέ τους εν τη παντοδυναμία σου μακράν από την πατρίδα των. Ριψε τους ταπεινωμένους και εξευτελισμένους κάτω στο χώμα, συ Κυριε, που είσαι ο υπερασπιστής και προστάτης μου.
12 Μην τους σκοτώσεις μήπως και λησμονήσει ο λαός μου· κάνε τους, με τη δύναμή σου, πλάνητες και καταδιωγμένους, Κύριε, προστασία μου.

13 Ποσον αηδιαστική ήτο η αμαρτία, που εξεμούσε το στόμα αυτών! Ποσον πονηρός και δόλιος ο λόγος των χειλέων των! Ας συλληφθούν αυτοί μέσα εις τα δίκτυα των εγωπαθών και φθονερών σχεδίων των. Τα αμαρτωλά λόγια, με τα οποία αυτοί με κατηρώντο και εψεύδοντο εις βάρος μου, θα διαλαληθούν εις όλους έπειτα από την συντριβήν των.
13 Αμαρτωλά τα στόματά τους, τα λόγια καθώς βγαίνουν απ’ τα χείλη τους. Στην ίδια τους την έπαρση ας πιαστούνε για την κατάρα και για το ψέμα που αραδιάζουν.

14 Η τιμωρία των, εν τη δικαία σου οργή, θα είναι πλήρης και δεν θα υπάρχουν πλέον. Τοτε θα μάθουν όλοι, ότι ο Θεός είναι ο Κυριος και προστάτης των Ισραηλιτών, μέχρι και των περάτων της γης.
14 Με την οργή σου αποτέλειωσέ τους, αποτέλειωσέ τους, ώστε να μην υπάρχουν πια· κι έτσι θα μάθουν ότι ο Θεός στον Ιακώβ δεσπόζει, μέχρι τα πέρατα της γης. (Διάψαλμα)

15 Αυτοί, όπως ο πεινασμένος κύων κατά την εσπέραν περιέρχεται τους δρόμους εις αναζήτησιν τροφής του μέσα εις τα απορρίμματα, έτσι και αυτοί πεινασμένοι και διψασμένοι δι’ αίμα ανθρώπων, θα περιτριγυρίζουν γύρω την πόλιν ζητούντες θύματα.
15 Το βράδυ επιστρέφουνε ουρλιάζοντας σαν τα σκυλιά, στην πόλη τριγυρνάνε.

16 Αυτοί θα διασκορπισθούν από έδω και από εκεί, δια να φάγουν κάποιον. Εάν δε και δεν κορέσουν τα αιμοβόρα ένστικτά των, θα γογγύζουν και θα γαυγίζουν.
16 Εδώ κι εκεί σκορπίζονται γυρεύοντας να φάνε· αν δεν χορτάσουν περνούν τη νύχτα τους γαυγίζοντας.

17 Εγώ όμως θα ψάλλω δοξολογίαν προς σέ, τον παντοδύναμον Θεόν. Θα πλημμυρίσω από αγαλλίασιν την πμωΐαν, που θα ίδω το έλεός σου, διότι συ υπήρξες προστάτης μου και καταφύγιόν μου εις περίοδον θλίψεων και κινδύνων.
17 Αλλά εγώ θα τραγουδώ τη δύναμή σου και θα εξυμνώ το έλεός σου το πρωί, γιατί εσύ ήσουν τ’ οχυρό μου, το καταφύγιό μου στης θλίψης μου τη μέρα.

18 Συ, Κυριε, είσαι βοηθός μου. Θα ψάλλω και θα υμνολογώ σέ, διότι συ ήσουνα και είσαι ο προστάτης μου, ο Θεός μου, γεμάτος έλεος και ευσπλαγχνίαν προς εμέ.
18 Ω, δύναμή μου, για σένα θα ψάλω· γιατί εσύ, Θεέ, είσαι το κάστρο μου, ο Θεός που μ’ αγαπά.