ΨΑΛΜΟΣ 80 – ΑΧ, ΑΝ ΜΕ ΑΚΟΥΓΕ Ο ΛΑΟΣ ΜΟΥ!…

Κάθισμα 11

1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῶν ληνῶν· ψαλμὸς ᾠδῆς τῷ Ἀσάφ.

2 Ἀγαλλιᾶσθε τῷ Θεῷ τῷ βοηθῷ ἡμῶν, ἀλαλάξατε τῷ Θεῷ Ἰακώβ·

3 λάβετε ψαλμὸν καὶ δότε τύμπανον, ψαλτήριον τερπνὸν μετὰ κιθάρας·

4 σαλπίσατε ἐν νεομηνίᾳ σάλπιγγι, ἐν εὐσήμῳ ἡμέρᾳ ἑορτῆς ὑμῶν·

5 ὅτι πρόσταγμα τῷ Ἰσραήλ ἐστι καὶ κρῖμα τῷ Θεῷ Ἰακώβ.

6 μαρτύριον ἐν τῷ Ἰωσὴφ ἔθετο αὐτὸν ἐν τῷ ἐξελθεῖν αὐτὸν ἐκ γῆς Αἰγύπτου· γλῶσσαν, ἣν οὐκ ἔγνω, ἤκουσεν·

7 ἀπέστησεν ἀπὸ ἄρσεων τὸν νῶτον αὐτοῦ, αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἐν τῷ κοφίνῳ ἐδούλευσαν.

8 ἐν θλίψει ἐπεκαλέσω με, καὶ ἐῤῥυσάμην σε· ἐπήκουσά σου ἐν ἀποκρύφῳ καταιγίδος, ἐδοκίμασά σε ἐπὶ ὕδατος ἀντιλογίας. (διάψαλμα).

9 ἄκουσον, λαός μου, καὶ διαμαρτύρομαί σοι, Ἰσραήλ, ἐὰν ἀκούσῃς μου,

10 οὐκ ἔσται ἐν σοὶ Θεὸς πρόσφατος, οὐδὲ προσκυνήσεις Θεῷ ἀλλοτρίῳ·

11 ἐγὼ γάρ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου ὁ ἀναγαγών σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου· πλάτυνον τὸ στόμα σου, καὶ πληρώσω αὐτό.

12 καὶ οὐκ ἤκουσεν ὁ λαός μου τῆς φωνῆς μου, καὶ Ἰσραὴλ οὐ προσέσχε μοι·

13 καὶ ἐξαπέστειλα αὐτοὺς κατὰ τὰ ἐπιτηδεύματα τῶν καρδιῶν αὐτῶν, πορεύσονται ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν αὐτῶν.

14 εἰ ὁ λαός μου ἤκουσέ μου, Ἰσραὴλ ταῖς ὁδοῖς μου εἰ ἐπορεύθη,

15 ἐν τῷ μηδενὶ ἂν τοὺς ἐχθροὺς αὐτῶν ἐταπείνωσα καὶ ἐπὶ τοὺς θλίβοντας αὐτοὺς ἐπέβαλον ἂν τὴν χεῖρά μου.

16 οἱ ἐχθροὶ Κυρίου ἐψεύσαντο αὐτῷ, καὶ ἔσται ὁ καιρὸς αὐτῶν εἰς τὸν αἰῶνα.

17 καὶ ἐψώμισεν αὐτοὺς ἐκ στέατος πυροῦ καὶ ἐκ πέτρας μέλι ἐχόρτασεν αὐτούς.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Προσευχή γιά ἀποκατάσταση τοῦ Ἰσραήλ.
α2 Γιά νά πᾶνε καλά οἱ ἀγροτικές σοδειές.
β Γιά νά ὑμνῆς τόν Θεό σέ ἑορτάσιμη ἡμέρα.
Προτροπή γιά ἀνδρεία.
γ Γιά νά οἰκονομήση ὁ Θεός τούς φτωχούς, πού στεροῦνται καί στενοχωροῦνται ἀπό τήν ἀνέχεια καί θλίβονται.
ε “Διδάσκει πῶς ἔχουνοἱ ἀχάριστοι νά ἀποβληθοῦν, ἵνα ἀσφαλίσῃ τόν νέον λαόν τῶν Χριστιανῶν, ἵνα μή καί αὐτός ἀποβληθῇ ὡς ὁ παλαιός τῶν Ἑβραίων καί ἵνα μή μιμηθῇ τήν ἐκείνου κακίαν καί ἀπείθειαν”.
θ “Εὐχαριστία πρός τόν Θεόν τόν ἰσχυρόν, τόν βοηθόν καί σώζοντα”.

Μετάφραση – Ερμηνεία

1 –
1 Για τον πρωτοψάλτη· όπως το γκιττίθ. Του Ασάφ.

2 Πλημμυρίσατε όλοι από αγαλλίασιν και χαράν δία τον Θεόν, που είναι βοηθός μας. Αλαλάξατε όλοι προς δόξαν του Θεού, τον οποίον επίστευε και ελάτρευε ο γενάρχης μας ο Ιακώβ.
2 Φωνάξτε μ’ ενθουσιασμό στο Θεό, το βοηθό μας! Αλαλάξτε στο Θεό του Ιακώβ!

3 Αρχίσατε να ψάλλετε σεις οι Λευίται, δώσατε στους τυμπανιστάς το τύμπανον και στους άλλους μουσικούς ψαλτήριον τερπνόν και κιθάραν, δια να συνοδεύουν τους ύμνους σας.
3 Παίξτε τα έγχορδα, το τύμπανο χτυπήστε· με την κιθάρα τη μελωδική και με την άρπα!

4 Σεις οι ιερείς σαλπίσατε με την ιεράν σάλπιγγα κατά την πρώτην του εβδόμου μηνός Τισρή, κατά την εξόχως επίσημον ημέραν της μεγάλης εορτής σας.
4 Σαλπίστε στον καιρό της νουμηνίας και στην πανσέληνο, στη μέρα της γιορτής μας!

5 Διότι η εορτή αυτή είναι πρόσταγμα του Θεού προς τον ισραηλιτικόν λαόν, εντολή του Θεού προς τους απογόνους του Ιακώβ.
5 Αυτό είναι νόμος για τον Ισραήλ, είν’ εντολή του Θεού του Ιακώβ.

6 Τον Νομον αυτόν, που καθορίζει τας επισήμους εορτάς, έδωσεν ο Κυριος εν μέσω του λαού, των αδελφών του Ιωσήφ, όταν αυτοί έφυγαν ελεύθεροι από την Αίγυπτον. Τοτε αυτοί ήκουσαν γλώσσαν, την οποίαν ποτέ άλλοτε δεν είχαν γνωρίσει.
6 Το έκανε νόμο για τον Ιωσήφ όταν εβγήκε από την Αίγυπτο. Γλώσσα που δεν εννοούσα άκουσα:

7 Ο Κυριος απήλλαξε την ράχιν των από τα βαρέα φορτία, και αι χείρες των, που εδούλευαν έως τότε εις τα κοφίνια δια την μεταφοράν πηλού, απηλευθερώθησαν.
7 «Ελάφρωσα τον ώμο σου απ’ το βάρος· και πήρα το κοφίνι το βαρύ από τα χέρια σου.

8 Εζήτησες την βοήθειάν μου, όταν ευρίσκετο υπό βάρος μεγάλης θλίψεως και εγώ σε εγλύτωσα από τας συμφοράς. Σε ήκουσα κρυμμένος στον γνόφον και τας αστραπάς της καταιγίδος. Σε εδοκίμασα τότε και συ έδειξες ποιός είσαι στο ύδωρ της αντιλογίας σου, τότε που εγόγγυσες εναντίον μου.
8 Στη θλίψη φώναξες και σ’ ελευθέρωσα, σου ’δωσα απόκριση απ’ της βροντής την κρύπτη· στα νερά σε δοκίμασα της Μεριβά. (Διάψαλμα)

9 Ακουσε λαέ μου, την έντονον διαμαρτυρίαν μου και προτροπήν. Ισραηλιτικέ λαέ μου, εάν θα με ακούσης
9 “Άκουσε, λαέ μου, ό,τι σου προμηνάω· αχ, Ισραήλ, και να μπορούσες να μ’ ακούσεις!

10 δεν θα πρέπει να υπάρχη εις σε άλλος νέος θεός, δεν πρέπει ποτέ να προσκυνήσης ξένον θεόν,
10 Να μην υπάρχει άλλος Θεός για σένα, και να μην προσκυνήσεις ξένο θεό.

11 διότι εγώ είμαι ο Κυριος και Θεός σου, ο οποίος σε ηλευθέρωσα και σε καθωδήγησα από την γην της Αιγύπτου έως εις την Παλαιστίνην. Ανοιξε διάπλατα το στόμα σου, προσευχόμενος και δοξολογών εμέ, και εγώ θα ικανοποιήσω τα αιτήματά σου.
11 Εγώ είμ’ ο Κύριος, ο Θεός σου, που σ’ ελευθέρωσα απ’ την Αίγυπτο· το στόμα σου άνοιξε κι εγώ θα σ’ το γεμίσω”.

12 Ο λαός μου όμως δεν ήκουσε την φωνήν μου και οι Ισραηλίται δεν έδωσαν προσοχήν εις εμέ.
12 »Αλλά δεν άκουσε ο λαός μου τη φωνή μου, ο Ισραήλ με αγνόησε.

13 Δια τούτο και εγώ τους αφήκα να πορεύωνται σύμφωνα με τας ενόχους επιθυμίας των αμαρτωλών καρδιών των, να πορεύωνται και να συμπεριφέρονται σύμφωνα με την σκοτισμένην θέλησιν και διάθεσίν των.
13 Έτσι τους άφησα να ζουν με της καρδιάς τους τη σκληρότητα και να πορεύονται με τις δικές τους σκέψεις.

14 Εάν ο λαός μου με ήκουεν, εάν ο ισραηλιτικός λαός επορεύετο στους δρόμους μου, αμέσως
14 Αν μ’ άκουγε ο λαός μου, αν περπατούσε ο Ισραήλ στο δρόμο μου,

15 και στο μηδέν θα είχα ταπεινώσει τους εχθρούς των και θα άπλωνα βαρείαν και τιμωρόν την χείρα μου εναντίον εκείνων, οι οποίοι τους καταθλίβουν και τους ταπεινώνουν.
15 γρήγορα θα νικούσα τους εχθρούς τους· τα πλήγματά μου θα ’στρεφα κατά των καταπιεστών τους».

16 Οι εχθροί του Κυρίου θα ηναγκάζοντο, έστω και υποκριτικώς, να δηλώσουν υποταγήν εις αυτόν, ενώ ο λαός του Ισραήλ θα έμενεν ειρηνικός και ευτυχής παντοτεινά.
16 Τότε οι ενάντιοι στον Κύριο θα σέρνονταν μπροστά του δουλικά· αυτή θα ’τανε στον αιώνα η τύχη τους.

17 Τοτε ο Θεός τους έθρεψεν εις την έρημον με το πλέον εκλεκτόν άλευρον του σίτου και τους εχόρτασε με άφθονον μέλι από την ξηράν και άγονον πέτραν. Ετσι και τώρα θα τους διέτρεφε και θα τους εχόρταινε, εάν υπήκουον εις τας εντολάς του.
17 Μα το λαό του θα τον έτρεφε με το καλύτερο αλεύρι· και θα τον χόρταζε με αγριόμελο.