ΨΑΛΜΟΣ 78 – ΕΛΑ ΝΑ ΜΑΣ ΒΟΗΘΗΣΕΙΣ, ΓΙΑΤΙ ΠΕΣΑΜΕ ΠΟΛΥ ΧΑΜΗΛΑ

Κάθισμα 11

Ψαλμὸς τῷ Ἀσάφ.

1 Ὁ Θεὸς, ἤλθοσαν ἔθνη εἰς τὴν κληρονομίαν σου, ἐμίαναν τὸν ναὸν τὸν ἅγιόν σου, ἔθεντο Ἱερουσαλὴμ ὡς ὀπωροφυλάκιον.

2 ἔθεντο τὰ θνησιμαῖα τῶν δούλων σου βρώματα τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ, τὰς σάρκας τῶν ὁσίων σου τοῖς θηρίοις τῆς γῆς·

3 ἐξέχεαν τὸ αἷμα αὐτῶν ὡσεὶ ὕδωρ κύκλῳ Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἦν ὁ θάπτων.

4 ἐγενήθημεν ὄνειδος τοῖς γείτοσιν ἡμῶν, μυκτηρισμὸς καὶ χλευασμὸς τοῖς κύκλῳ ἡμῶν.

5 ἕως πότε, Κύριε, ὀργισθήσῃ εἰς τέλος, ἐκκαυθήσεται ὡς πῦρ ὁ ζῆλός σου;

6 ἔκχεον τὴν ὀργήν σου ἐπὶ τὰ ἔθνη τὰ μὴ γινώσκοντά σε καὶ ἐπὶ βασιλείας, αἳ τὸ ὄνομά σου οὐκ ἐπεκαλέσαντο,

7 ὅτι κατέφαγον τὸν Ἰακώβ, καὶ τὸν τόπον αὐτοῦ ἠρήμωσαν.

8 μὴ μνησθῇς ἡμῶν ἀνομιῶν ἀρχαίων· ταχὺ προκαταλαβέτωσαν ἡμᾶς οἱ οἰκτιρμοί σου, Κύριε, ὅτι ἐπτωχεύσαμεν σφόδρα.

9 βοήθησον ἡμῖν, ὁ Θεός, ὁ σωτὴρ ἡμῶν· ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, ῥῦσαι ἡμᾶς καὶ ἱλάσθητι ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν ἕνεκα τοῦ ὀνόματός σου,

10 μή ποτε εἴπωσι τὰ ἔθνη· ποῦ ἔστιν ὁ Θεὸς αὐτῶν; καὶ γνωσθήτω ἐν τοῖς ἔθνεσιν ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν ἡμῶν ἡ ἐκδίκησις τοῦ αἵματος τῶν δούλων σου τοῦ ἐκκεχυμένου.

11 εἰσελθέτω ἐνώπιόν σου ὁ στεναγμὸς τῶν πεπεδημένων, κατὰ τὴν μεγαλωσύνην τοῦ βραχίονός σου περιποίησαι τοὺς υἱοὺς τῶν τεθανατωμένων.

12 ἀπόδος τοῖς γείτοσιν ἡμῶν ἑπταπλασίονα εἰς τὸν κόλπον αὐτῶν τὸν ὀνειδισμὸν αὐτῶν, ὃν ὠνείδισάν σε, Κύριε.

13 ἡμεῖς δὲ λαός σου καὶ πρόβατα νομῆς σου ἀνθομολογησόμεθά σοι εἰς τὸν αἰῶνα, εἰς γενεὰν καὶ γενεὰν ἐξαγγελοῦμεν τὴν αἴνεσίν σου.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Μαθήματα ἀπό τήν ἱστορία τοῦ Ἰσραήλ.
α2 Γιά νά συνετιστοῦν οἱ ἀχάριστοι ἄνθρωποι.
β Ὅταν οἱ ἐχθροί θέλουν νά βεβηλώσουν τόν οἶκο τοῦ Θεοῦ ἐσύ νά προσευχηθῆς μέ αὐτόν τόν ψ.
γ Γιά νά προφυλάξη ὁ Θεός τά χωριά ἀπό ληστεῖες καί καταστροφές ἀπό ἐχθρικά στρατεύματα.
θ “Ἐν θλίψει ἕνεκα διωγμῶν.
Ἐν καταστάσει στενοχωρίας καί ἀδημονίας”.

Μετάφραση – Ερμηνεία

Ψαλμὸς τῷ Ἀσάφ.

1 Ω Θεέ, ειδωλολατρικά έθνη επήλθον, εναντίον της ιδικής σου κληρονομίας και κατεπλημμύρισαν την γην, εβεβήλωσαν τον άγιόν σου ναόν και μετέβαλαν την Ιερουσαλήμ εις ερείπια, ωσάν μίαν αχυροκαλύβην, η οποία είχε χρησιμεύσει δια την πρόχειρον συγκέντρωσιν των οπωρικών.
1 Ψαλμός του Ασάφ. Θεέ, ειδωλολάτρες κατακτήσανε τη χώρα σου, μίαναν τον άγιο σου ναό, μετέβαλαν την Ιερουσαλήμ σ’ ερείπια.

2 Αφήκαν άταφα τα πτώματα των δούλων σου, τροφήν εις τα πτηνά του ουρανού, και τας σάρκας των ανθρώπων των αφωσιωμένων εις σέ, ως βοράν εις τα θηρία της γης.
2 Τα πτώματα έδωσαν των δούλων σου στα όρνια τ’ ουρανού τροφή, τη σάρκα των πιστών σου στης γης τ’ αγρίμια.

3 Αφθονον έχυσαν το αίμα των, ωσάν το νερό κύκλω από την Ιερουσαλήμ και κανείς δεν υπήρξε να τους θάψη.
3 Χύσαν το αίμα τους σαν το νερό γύρω απ’ την Ιερουσαλήμ και δεν ήταν κανείς για να τους θάψει.

4 Εγίναμεν περίγελως και εξευτελισμός στους γειτονικούς μας ειδωλολατρικούς λαούς, τους Μωαβίτας, τους Αμμωνίτας και τους Ιδουμαίους. Εγίναμεν χλευασμός και εμπαιγμός στους περικυκλούντας την χώραν μας αλλοφύλους.
4 Γίναμε στους γειτόνους μας ντροπή στους γύρω μας γελοίοι, καταγέλαστοι.

5 Εως πότε, Κυριε, θα οργίζεσαι εναντίον μας, χωρίς και να έχη τελειωμόν η οργή σου; Εως πότε θα αναρριπίζεται ως φοβερά πυρκαϊά εναντίον μας η ζηλοτυπία σου;
5 Ως πότε, Κύριε, θα οργίζεσαι ακατάπαυστα; θα ’ναι καυτό σαν τη φωτιά το αίτημά σου για αποκλειστικότητα;

6 Στρέψε ορμητικήν την οργήν σου εναντίον των ειδωλολατρικών εθνών, τα οποία δεν σε αναγνωρίζουν ως Θεόν των, εναντίον των βασιλείων, τα οποία ποτέ δεν επεκαλέσθησαν το Ονομά σου.
6 Σκόρπισε την οργή σου στους ειδωλολάτρες, που δε σ’ αναγνωρίζουν, και σε βασίλεια, που δεν επικαλούνται τ’ όνομά σου.

7 Τα έθνη και αι βασιλείαι αυταί κατέφαγαν τους απογόνους του Ιακώβ, ερήμωσαν την χώραν των.
7 Αυτοί κατέφαγαν τον Ιακώβ κι ερήμωσαν τη χώρα του.

8 Μη ενθυμηθής, Κυριε, τας από αρχαιότατα χρόνια και μέχρι σήμερον συνεχιζομένας αμαρτίας μας. Ταχέως, πριν καταστραφώμεν, Κυριε, ας μας προλάβουν τα ελέη σου, διότι έχομεν περιπέσει εις αθλιωτάτην κατάστασιν.
8 Μη μας καταλογίσεις τις ανομίες των προγόνων μας· ας έρθει να μας προϋπαντήσει η ευσπλαχνία σου, γιατί δεν έχουμε άλλη απαντοχή.

9 Ω Θεέ, συ ο οποίος είσαι ο Θεός μας, ο σωτήρ μας, βοήθησέ μας. Προς δόξαν του αγίου Ονόματός σου, Κυριε, γλύτωσέ μας από τους εχθρούς μας, συγχώρησε τας αμαρτίας μας δια το Ονομά σου, το οποίον διαλαλεί πάντοτε έλεος και ευσπλαγχνίαν.
9 Βοήθησέ μας, Θεέ, σωτήρα μας, για χάρη κάν’ το της δικής σου δόξας· σώσε μας και συγχώρησε τις αμαρτίες μας για την τιμή του ονόματός σου.

10 Σώσε μας, δια να μη καταστραφώμεν και έπειτα οι ειδωλολατρικοί λαοί είπουν· Που είναι ο Θεός των; Ας γίνη φανερά και πασίγνωστος εις τα ειδωλολατρικά έθνη, δια να την ίδωμεν με τους οφθαλμούς μας τώρα που ζώμεν, η εκ μέρους σου δικαία τιμωρία των δια το χυθέν από αυτούς αίμα των δούλων σου.
10 Γιατί να πουν οι ειδωλολάτρες, «πού είναι ο Θεός τους»; Ας μάθουν οι ειδωλολάτρες, και κάνε να το δούμε με τα μάτια μας, πως εκδικιέσαι για των δούλων σου το θάνατο.

11 Ο στεναγμός των αλυσοδεμένων αιχμαλώτων Ιουδαίων ας φθάση ενώπιόν σου, Κυριε. Και σύμφωνα με την μεγαλειώδη και παντοδύναμον ισχύν του βραχίονός σου, λάβε υπό την προστασίαν σου, σώσε και περιποιήσου τα παιδιά των φονευθέντων.
11 Σ’ εσένα ας φτάσει ο στεναγμός των αιχμαλώτων· με τη μεγάλη δύναμή σου σώσε τους μελλοθάνατους.

12 Ανταπόδωσε στους γειτονικούς μας λαούς τιμωρίαν πολλαπλασίαν εις τας καρδίας των και τον ονειδισμόν, με τον οποίον αυτοί σε ωνείδισαν, Κυριε.
12 Στους γείτονές μας ανταπόδωσε εφτά φορές στο σώμα τους, Κύριε, τον ονειδισμό που σου ’καναν.

13 Ημείς δέ, οι οποίοι είμεθα ιδικός σου λαός και πρόβατα της ιδικής σου ποίμνης, θα σε ευχαριστούμεν και θα σε δοξάζωμεν πάντοτε, δια τας ευεργεσίας σου. Θα αναγγέλλωμεν εις όλας τας γενεάς την δόξαν σου.
13 Κι εμείς, που είμαστε λαός σου και της βοσκής σου πρόβατα, αιώνια θα σε υμνούμε· τον έπαινό σου θ’ απαγγέλλουμε από γενιά σ’ άλλη γενιά.