ΨΑΛΜΟΣ 130 – ΚΥΡΙΕ, ΔΕΝ ΠΕΡΗΦΑΝΕΥΤΗΚΕ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΑΟΥ

Κάθισμα 18

ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.

1 Κύριε, οὐχ ὑψώθη ἡ καρδία μου, οὐδὲ ἐμετεωρίσθησαν οἱ ὀφθαλμοί μου, οὐδὲ ἐπορεύθην ἐν μεγάλοις, οὐδὲ ἐν θαυμασίοις ὑπὲρ ἐμέ.

2 εἰ μὴ ἐταπεινοφρόνουν, ἀλλὰ ὕψωσα τὴν ψυχήν μου ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένον ἐπὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ, ὡς ἀνταποδώσεις ἐπὶ τὴν ψυχήν μου.

3 ἐλπισάτω Ἰσραὴλ ἐπὶ τὸν Κύριον, ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ προσευχή, ἡ προσμονή, ἡ ἐλπίδα γιά τή λύτρωση ἀπό τό Θεό.
α2 Γιά ν’ ἀφήνουμε τίς ὑποθέσεις μας στόν Κύριο.
γ Γιά νά δώση ὁ Θεός μετάνοια καί παρηγοριά μέ ἐλπίδα στούς ἀνθρώπους γιά νά σωθοῦν.
θ “Περιέχων λαμπρόν μάθημα ταπεινοφροσύνης”.

Μετάφραση – Ερμηνεία

ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.

1 Κυριε, δεν υψώθηκε από κενοδοξίαν και υπερηφάνειαν η καρδία μου, ούτε και εσήκωσα τα μάτια μου με έπαρσιν απέναντι των άλλων. Δεν επεδίωξα δία λόγους φιλοδοξίας μεγαλεία, ούτε επεχείρησα πράγματα, που υπερβαίνουν την δύναμίν μου και την αξίαν μου, με σκοπόν να προκαλέσω τον θαυμασμόν.
1 Ωδή των αναβαθμών. Του Δαβίδ. Κύριε, δεν περηφανεύτηκε η καρδιά μου ούτε υπεροψία είχε το βλέμμα μου· δεν καταπιάστηκα με πράγματα μεγάλα ούτε μ’ εκείνα που με ξεπερνούν.

2 Εάν δεν εζούσα και δεν εφερόμην με ταπεινοφροσύνην, εάν δεν έχω εξαρτήσει όλην μου την ύπαρξιν από σε και προς σε δεν έχω υψωμένα τα βλέμματά μου, όπως το απογαλακτισμένον βρέφος προς την μητέρα του, έτσι ας ανταποδώσης εις την ψυχήν μου, τιμωρίαν μεν εάν εφέρθην με υπερηφάνειαν, αμοιβήν δε εάν έζησα με ταπεινοφροσύνην.
2 Αντίθετα, είν’ η ψυχή μου ησυχασμένη και ήρεμη, σαν βρέφος θηλασμένο στη μάνα του κοντά. Είν’ η ψυχή μου σαν το βρέφος το χορτάτο.

3 Ολος ο Ισραηλιτικός λαός ας έχη στηριγμένας τας ελπίδας του προς τον Κυριον από τώρα και στον αιώνα του αιώνος.
3 Έλπιζε, Ισραήλ, στον Κύριο, από τώρα και παντοτινά.