ΨΑΛΜΟΣ 119 – ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΚΕΙΝΟΥ ΠΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΕΙΤΑΙ ΑΔΙΚΑ

Κάθισμα 18

ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.

1 Πρὸς Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαί με ἐκέκραξα, καὶ εἰσήκουσέ μου.

2 Κύριε, ῥῦσαι τὴν ψυχήν μου ἀπὸ χειλέων ἀδίκων καὶ ἀπὸ γλώσσης δολίας.

3 τί δοθείη σοι καὶ τί προστεθείη σοι πρὸς γλῶσσαν δολίαν;

4 τὰ βέλη τοῦ δυνατοῦ ἠκονημένα, σὺν τοῖς ἄνθραξι τοῖς ἐρημικοῖς.

5 οἴμοι! ὅτι ἡ παροικία μου ἐμακρύνθη, κατεσκήνωσα μετὰ τῶν σκηνωμάτων Κηδάρ.

6 πολλὰ παρῴκησεν ἡ ψυχή μου.

7 μετὰ τῶν μισούντων τὴν εἰρήνην ἤμην εἰρηνικός· ὅταν ἐλάλουν αὐτοῖς, ἐπολέμουν με δωρεάν.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Πρός δόξα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
α2 Γιά νά σταματήσουν οἱ ἐξεγέρσεις καί οἱ ἐθνικές συμφορές.
γ Γιά νά δίνη ὑπομονή καί ἀνεκτικότητα ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους, πού εἶναι ἀναγκασμένοι νά συνευρίσκονται μέ δόλιους καί ἄδικους ἀνθρώπους.
ε “..θερμαίνει καί ἀνάπτει εἰς ἔρωτα καί ἀγάπην τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ..”.
θ ” Ἐν καταστάσει στενοχωρίας καί ἀδημονίας”.

Μετάφραση – Ερμηνεία

ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.

1 Προς τον Κυριον εις περιστάσεις θλίψεων έκραξα δια της προσευχής και με εισήκουσε·
1 Ωδή των αναβαθμών. Μέσα στη θλίψη μου στον Κύριο φώναξα και μ’ αποκρίθηκε.

2 και τώρα, Κυριε, γλύτωσε την ψυχήν μου από χείλη, τα οποία ομιλούν εναντίον μου αδικίας και συκοφαντίας, από γλώσσαν, η οποία εξυφαίνει δολοπλοκίας.
2 Κύριε, την ψυχή μου λύτρωσε από τα χείλη που λέν’ ψέματα, από τη γλώσσα της απάτης.

3 Ποία βοήθεια πρέπει να σου δοθή, ποία ενίσχυσις πρέπει να προστεθή επί πλέον εις σέ, δια να αποκρούσης την δολοπλόκον γλώσσαν;
3 Πώς να τιμωρηθείς και ποια βαρύτερη ποινή να λάβεις γλώσσα απατηλή;

4 Θα σου δοθούν τα ακονισμένα βέλη του παντοδυνάμου Θεού, τα ωπλισμένα με άνθρακας πυρός, τα οποία κατακαίουν και ερημώνουν.
4 Βέλη πολεμιστή ακονισμένα και φλογισμένα κάρβουνα.

5 Αλλοίμονον! Διότι η παραμονή μου εις την ξένην γην παρετάθη επί μακρόν. Κατεσκήνωσα μαζή με τους σκηνίτας Κηδάρ, με τους βαρβάρους απογόνους του Ισμαήλ.
5 Αλίμονο σ’ εμένα, στη Μεσέχ πάροικος να ζω, στου Κηδάρ μέσα τις σκηνές να μένω.

6 Επί πολύν χρόνον παρετάθη η ξενητειά μου.
6 Πάρα πολύν καιρό κατοίκησα μ’ αυτούς που την ειρήνη τη μισούν.

7 Με τους ανθρώπους, οι οποίοι εμισούσαν την ειρήνην, εγώ ήμην πάντοτε ειρηνικός. Οταν συνωμιλούσα με αυτούς, εκείνοι με επολεμούσαν χωρίς λόγον και αφορμήν. Σώσέ με, Κυριε.
7 Εγώ ειρήνη επιθυμώ· μα όταν γι’ αυτήν μιλώ εκείνοι αρχίζουν πόλεμο.