ΨΑΛΜΟΣ 129 – ΑΠΟ ΤΑ ΒΑΘΗ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ

Κάθισμα 18

ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.

1 Ἐκ βαθέων ἐκέκραξά σοι, Κύριε·

2 Κύριε, εἰσάκουσον τῆς φωνῆς μου· γενηθήτω τὰ ὦτά σου προσέχοντα εἰς τὴν φωνὴν τῆς δεήσεώς μου.

3 ἐὰν ἀνομίας παρατηρήσῃς, Κύριε Κύριε, τίς ὑποστήσεται;

4 ὅτι παρὰ σοὶ ὁ ἱλασμός ἐστιν.

5 ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου ὑπέμεινά σε, Κύριε, ὑπέμεινεν ἡ ψυχή μου εἰς τὸν λόγον σου.

6 ἤλπισεν ἡ ψυχή μου ἐπὶ τὸν Κύριον απὸ φυλακῆς πρωΐας μέχρι νυκτός· ἀπὸ φυλακῆς πρωΐας ἐλπισάτω Ἰσραὴλ ἐπὶ τὸν Κύριον.

7 ὅτι παρὰ τῷ Κυρίῳ τὸ ἔλεος καὶ πολλὴ παρ᾿ αὐτῷ λύτρωσις,

8 καὶ αὐτὸς λυτρώσεται τὸν Ἰσραὴλ ἐκ πασῶν τῶν ἀνομιῶν αὐτοῦ.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ προσευχή γιά τήν πτώση ὅλων ἐκείνων πού κατέθλιψαν τόν λαό τοῦ Θεοῦ.
α2 Γιά τούς ἀνθρώπους πού μᾶς κατατρέχουν ἀσταμάτητα.
γ Γιά νά δώση ὁμΘεός θάρρος καί ἐλπίδα στούς ἀρρώστους γιά νά μή δυσκολεύονται στή δουλειά τους.
στ Πρωϊνή δέηση καί ἱκεσία πρός τόν Κύριο, ὅπου ζητεῖται ὁ φωτισμός καί ἡ καθοδήγηση, ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας καί ἡ προστασία ἀπό ἐχθρούς ἰσχυρούς.
θ “Αἴτησις παρά τοῦ Θεοῦ ἀφέσεως ἁμαρτιῶν”.
“Ἐν καταστἀσει μετανοίας περί πραχθεισῶν ἁμαρτιῶν”.

Μετάφραση – Ερμηνεία

ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.

1 Από τα βάθη της ψυχής μου, εις δυστυχίαν ευρισκόμενος, Εκραξα, Κυριε, προς σέ.
1 Ωδή των αναβαθμών. Από τα βάθη της ψυχής μου, Κύριε, σου φωνάζω.

2 Κυριε, άκουσε και κάμε δεκτήν την δέησίν μου. Ας γίνουν προσεκτικά τα αυτιά σου εις τα λόγια της δεήσεώς μου.
2 Άκουσε, Κύριε, τη φωνή μου, δώσε την προσοχή σου όταν σου δέομαι.

3 Κυριε, Κυριε, εάν παρατηρήσης και εξετάσης τας αμαρτίας μας, ποιός είναι δυνατόν να ανθέξη στο ερευνητικόν βλέμμα σου και την δικαίαν καταδικαστικήν απόφασίν σου;
3 Αν εσύ, Κύριε, ανομίες παρατηρείς, ποιος, Κύριε, θ’ αντέξει;

4 Παίρνω όμως θάρρος, διότι γνωρίζω ότι εις σε υπάρχει το έλεος και η συγχώρησις.
4 Αλλά εσύ δίνεις τη συγχώρηση, για να ’σαι σεβαστός.

5 Δια το όνομά σου, Κυριε, το οποίον υπενθυμίζει αγαθότητα και φιλανθρωπίαν, με πολλήν την υπομονήν και εγκαρτέρησιν ήλπισα εις σέ. Η ψυχή μου, με ακλόνητον πεποίθησιν εις την φιλαλήθειαν των υποσχέσεών σου, υπομένει και περιμένει την βοήθείαν σου.
5 Στον Κύριο έλπισα, έλπισε η ψυχή μου, και προσδοκώ τους λόγους του.

6 Η ψυχή μου ήλπισε και ελπίζει στον Κυριον, από βαθέος όρθρου μέχρι της προχωρημένης νυκτός. Εις τον Κυριον όλος ο ισραηλιτικός λαός ας ελπίζη από βαθείας πρωΐας μέχρι προχωρημένης νυκτός.
6 Ψυχή μου, πρόσμενε τον Κύριο, πιότερο απ’ ό,τι οι φύλακες προσμένουν την αυγή.

7 Διότι στον Κυριον υπάρχει το έλεος. Εις αυτόν υπάρχει ανεξάντλητος και από αυτόν χορηγείται πλουσία η βοήθεια προς σωτηρίαν.
7 Έλπιζε, Ισραήλ, στον Κύριο, γιατ’ είναι σπλαχνικός και χίλιους τρόπους έχει αυτός να σε λυτρώνει.

8 Και αυτός θα απαλλάξη τον ισραηλιτικόν λαόν από όλας τας αμαρτίας του.
8 Εκείνος θα λυτρώσει τον Ισραήλ απ’ όλες του τις ανομίες.