ΨΑΛΜΟΣ 122 – Η ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΤΩΝ ΤΑΠΕΙΝΟΜΕΝΩΝ

Κάθισμα 18

ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.

1 Πρὸς σὲ ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου τὸν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ.

2 ἰδοὺ ὡς ὀφθαλμοὶ δούλων εἰς χεῖρας τῶν κυρίων αὐτῶν, ὡς ὀφθαλμοὶ παιδίσκης εἰς χεῖρας τῆς κυρίας αὐτῆς, οὕτως οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν, ἕως οὗ οἰκτειρῆσαι ἡμᾶς.

3 ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς, ὅτι ἐπὶ πολὺ ἐπλήσθημεν ἐξουδενώσεως,

4 ἐπὶ πλεῖον ἐπλήσθη ἡ ψυχὴ ἡμῶν. Τὸ ὄνειδος τοῖς εὐθηνοῦσι, καὶ ἡ ἐξουδένωσις τοῖς ὑπερηφάνοις.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἱερουσαλήμ ἡ πόλη τοῦ Θεοῦ.
α2 Γιά νά φυλάη ὁ Θεός κάποια πόλη ἤ χωριό ἀπό κάθε συμφορά.
γ Γιά νά δώση ὁ Θεός τό φῶς στούς τυφλούς καί νά θεραπεύση τά πονεμένα μάτια.
θ “Ἐν θλίψει ἕνεκα διωγμῶν”.

Μετάφραση – Ερμηνεία

ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.

1 Προς σε και μόνον έχω υψωμένα τα μάτια μου, Κυριε, ο οποίος κατοικείς στον ουρανόν.
1 Ωδή των αναβαθμών. Σ’ εσένα σήκωσα τα μάτια μου, που κατοικείς στους ουρανούς.

2 Ιδού, όπως τα μάτια των δούλων είναι προσηλωμένα εις τα χέρια των κυρίων των, και οι οφθαλμοί της δούλης εις τα χέρια της κυρίας της, περιμένοντες από εκείνους αγαθά, έτσι και τα μάτια μας στρέφονται προς Κυριον, τον Θεόν μας και τον παρακαλούν, μέχρις ότου πλούσιον εκδηλώση προς ημάς το έλεός του.
2 Έτσι καθώς των δούλων κοιτάζουνε τα μάτια στο χέρι του κυρίου τους, τα μάτια της δούλης στης κυρίας της το χέρι· έτσι στρέφουν τα μάτια μας στον Κύριο, το Θεό μας, ωσότου να μας σπλαχνιστεί.

3 Ελέησέ μας, Κυριε, ελέησέ μας, διότι επί μακρόν χρόνον εγεμίσαμεν από καταφρόνησιν και εξουθένωσιν.
3 Ελέησέ μας, Κύριε, ελέησέ μας, γιατί απαυδήσαμε από τον εξευτελισμό.

4 Εγέμισε με το παραπάνω η ψυχή μας. Είθε η καταισχύνη να έλθη εναντίον των πλουσίων και αλαζονικών τυράννων μας, ο εξευτελισμός και η εξουθένωσις εναντίον των υπερηφάνων, οι οποίοι μας κατατυραννούν.
4 Απαύδησε η ψυχή μας, από το χλευασμό των αλαζόνων, από την καταφρόνια των υπεροπτικών.