ΨΑΛΜΟΣ 125 – ΟΤΑΝ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΠΑΝΕΦΕΡΕ ΤΟΥΣ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΥΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΑΒΥΛΩΝΑ

Κάθισμα 18

ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.

1 Ἐν τῷ ἐπιστρέψαι Κύριον τὴν αἰχμαλωσίαν Σιὼν ἐγενήθημεν ὡσεὶ παρακεκλημένοι.

2 τότε ἐπλήσθη χαρᾶς τὸ στόμα ἡμῶν καὶ ἡ γλῶσσα ἡμῶν ἀγαλλιάσεως. τότε ἐροῦσιν ἐν τοῖς ἔθνεσιν· ἐμεγάλυνε Κύριος τοῦ ποιῆσαι μετ᾿ αὐτῶν.

3 ἐμεγάλυνε Κύριος τοῦ ποιῆσαι μεθ᾿ ἡμῶν, ἐγενήθημεν εὐφραινόμενοι.

4 ἐπίστρεψον, Κύριε, τὴν αἰχμαλωσίαν ἡμῶν ὡς χειμάῤῥους ἐν τῷ νότῳ.

5 οἱ σπείροντες ἐν δάκρυσιν ἐν ἀγαλλιάσει θεριοῦσι.

6 πορευόμενοι ἐπορεύοντο καὶ ἔκλαιον βάλλοντες τὰ σπέρματα αὐτῶν· ἐρχόμενοι δὲ ἥξουσιν ἐν ἀγαλλιάσει αἴροντες τὰ δράγματα αὐτῶν.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Πεποίθηση στό Θεό.
α2 Πρίν ἀπό τόν ὕπνο.
Γιά νά μᾶς φυλάη ὁ Θεός ἀπό νυχτερινές ἐπιθέσεις δαιμόνων.
γ Γιά νά θεραπεύση ὁ Θεός τούς ἀνθρώπους πού πάσχουν ἀπό συνεχεῖς πονοκεφάλους.
στ Προσευχή πρός τόν Κύριο διά τήν ἀπαλλαγή ἀπό τήν αἰχμαλωσία.
θ “Εὐχαριστία πρός τόν Θεόν τόν ἰσχυρόν, τόν βοηθόν καί σώζοντα”.

Μετάφραση – Ερμηνεία

ᾨδὴ τῶν ἀναβαθμῶν.

1 Οταν ο δίκαιος και παντοδύναμος Κυριος επανέφερεν ημάς τους αιχμαλώτους από την Βαβυλώνα και αποκατέστησεν εις την πατρίδα μας, ησθάνθημεν μεγάλην παρηγορίαν και χαράν.
1 Ωδή των αναβαθμών. Όταν ο Κύριος μας έφερε απ’ την αιχμαλωσία πίσω στη Σιών, ήμασταν σαν να βλέπαμε όνειρο.

2 Τοτε εγέμισε το στόμα μας από ενθουσιώδεις αναφωνήσεις χαράς και η γλώσσα μας από λόγια αγαλλιάσεως. Τοτε και αυτοί ακόμη οι ειδωλολατρικοί, λαοί έλεγαν· Ο Κυριος έκαμε μεγάλα έργα προς χάριν των Ισραηλιτών.
2 Τότε γέλιο πλημμύρισε το στόμα μας κι η γλώσσα μας ύμνους χαράς· τότε λέγαν οι λαοί αναμεταξύ τους: «Μεγάλα έργα έκανε ο Κύριος γι’ αυτούς!»

3 Πράγματι μεγάλα και θαυμαστά έργα υπέρ ημών έκαμεν ο Κυριος. Δι’ αυτό και ημείς εγεμίσαμεν από χαράν και αγαλλίασιν.
3 Μεγάλα έργα έκανε ο Κύριος για μας· μας γέμισε ευφροσύνη.

4 Επανάφερε όμως, Κυριε, και τους υπολειφθέντας αιχμαλώτους Ιουδαίους, πολυαρίθμους, σαν χειμάρρους, οι οποίοι κατά τον χειμώνα γεμίζουν νερά και ορμητικοί χύνονται προς νότον.
4 Φέρε μας, Κύριε, ξανά στην πρωτινή ευτυχία μας, με μιας, όπως γεμίζουνε οι ξερές κοίτες των χειμάρρων.

5 Οσοι με δάκρυα απελπισίας εξ αιτίας της ξηρασίας σπείρουν τους αγρούς των, όταν πέσουν αι βροχαί και καρποφορήσουν οι αγροί των, θα θερίσουν σκιρτώντες από αγαλλίασιν.
5 Όσοι με δάκρυα σπέρνουνε θα χαίρονται στο θερισμό.

6 Οι γεωργοί μεταβαίνοντες στους αγρούς των ρίπτουν τους σπόρους με δάκρυα, διότι δεν γνωρίζουν, αν και τι θα θερίσουν. Κατά τον θερισμόν όμως επανέρχονται από τους αγρούς με αγαλλίασιν φέροντες στους ώμους των τα δεμάτια από τα μεστωμένα στάχυα. Ετσι και ημείς πονεμένοι και κλαίοντες εβαδίζαμεν προς την εξορίαν της Βαβυλώνος. Χαίροντες δε και αγαλλόμενοι επανήλθομεν με την βοήθειάν σου εις την πατρίδα μας.
6 Αυτός που κλαίει στον πηγαιμό το σπόρο κουβαλώντας, γυρίζοντας θα τραγουδάει χαρούμενος δεμάτια φορτωμένος.