ΨΑΛΜΟΣ 93 – Ο ΘΕΟΣ ΑΝΤΑΠΟΔΙΔΕΙ ΤΗΝ ΑΔΙΚΙΑ

Κάθισμα 13

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ, τετράδι σαββάτου.

1 Θεὸς ἐκδικήσεων Κύριος, Θεὸς ἐκδικήσεων ἐπαῤῥησιάσατο.

2 ὑψώθητι ὁ κρίνων τὴν γῆν, ἀπόδος ἀνταπόδοσιν τοῖς ὑπερηφάνοις.

3 ἕως πότε ἁμαρτωλοί, Κύριε, ἕως πότε ἁμαρτωλοὶ καυχήσονται,

4 φθέγξονται καὶ λαλήσουσιν ἀδικίαν, λαλήσουσι πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν;

5 τὸν λαόν σου, Κύριε, ἐταπείνωσαν καὶ τὴν κληρονομίαν σου ἐκάκωσαν,

6 χήραν καὶ ὀρφανὸν ἀπέκτειναν, καὶ προσήλυτον ἐφόνευσαν

7 καὶ εἶπαν· οὐκ ὄψεται Κύριος, οὐδὲ συνήσει ὁ Θεὸς τοῦ Ἰακώβ.

8 σύνετε δή, ἄφρονες ἐν τῷ λαῷ· καί, μωροί, ποτὲ φρονήσατε.

9 ὁ φυτεύσας τὸ οὖς οὐχὶ ἀκούει; ἢ ὁ πλάσας τὸν ὀφθαλμὸν οὐχὶ κατανοεῖ;

10 ὁ παιδεύων ἔθνη οὐχὶ ἐλέγξει; ὁ διδάσκων ἄνθρωπον γνῶσιν;

11 Κύριος γινώσκει τοὺς διαλογισμοὺς τῶν ἀνθρώπων ὅτι εἰσὶ μάταιοι.

12 μακάριος ὁ ἄνθρωπος, ὃν ἂν παιδεύσῃς, Κύριε, καὶ ἐκ τοῦ νόμου σου διδάξῃς αὐτὸν

13 τοῦ πραΰναι αὐτὸν ἀφ᾿ ἡμερῶν πονηρῶν, ἕως οὗ ὀρυγῇ τῷ ἁμαρτωλῷ βόθρος.

14 ὅτι οὐκ ἀπώσεται Κύριος τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ οὐκ ἐγκαταλείψει,

15 ἕως οὗ δικαιοσύνη ἐπιστρέψῃ εἰς κρίσιν καὶ ἐχόμενοι αὐτῆς πάντες οἱ εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ. (διάψαλμα).

16 τίς ἀναστήσεταί μοι ἐπὶ πονηρευομένοις; ἢ τίς συμπαραστήσεταί μοι ἐπὶ τοὺς ἐργαζομένους τὴν ἀνομίαν;

17 εἰ μὴ ὅτι Κύριος ἐβοήθησέ μοι, παρὰ βραχὺ παρῴκησε τῷ ᾅδῃ ἡ ψυχή μου.

18 εἰ ἔλεγον· σεσάλευται ὁ πούς μου, τὸ ἔλεός σου, Κύριε, ἐβοήθει μοι.

19 Κύριε, κατὰ τὸ πλῆθος τῶν ὀδυνῶν μου ἐν τῇ καρδίᾳ μου αἱ παρακλήσεις σου εὔφραναν τὴν ψυχήν μου.

20 μὴ συμπροσέστω σοι θρόνος ἀνομίας, ὁ πλάσσων κόπον ἐπὶ πρόσταγμα.

21 θηρεύσουσιν ἐπὶ ψυχὴν δικαίου καὶ αἷμα ἀθῷον καταδικάσονται.

22 καὶ ἐγένετό μοι Κύριος εἰς καταφυγὴν καὶ ὁ Θεός μου εἰς βοηθὸν ἐλπίδος μου·

23 καὶ ἀποδώσει αὐτοῖς Κύριος τὴν ἀνομίαν αὐτῶν, καὶ κατὰ τὴν πονηρίαν αὐτῶν ἀφανιεῖ αὐτοὺς Κύριος ὁ Θεός.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 “Ὁ Κύριος βασιλεύει”.
α2 Γιά νά χαρίση φώτιση ὁ Θεός.
β Νά αἰνέσης τόν Κύριο τήν Παρασκευή.
Γιά νά ὑμνῆς τόν Θεό.
γ Γιά νάφωτίση ὁ Θεός τούς ἄτακτους ἀνθρώπους πού δημιουργοῦν προβλήματα στό ἔθνος καί ἀναστατώνουν τόν λαό καί ταλειπωροῦν μέ ἀκαταστασίες καί φαγωμάρες.
θ “Ἐν θλίψει ἕνεκα διωγμῶν”.
“Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν”.

Μετάφραση – Ερμηνεία

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ, τετράδι σαββάτου.

1 Ο Θεός και Κυριος είναι ο δίκαιος κριτής, ο τιμωρών τον κακόν, βραβεύων και περιφρουρών τον δίκαιον. Ο Θεός των δικαίων αποφάσεων κατέστησε και καθιστά πάντοτε ολοφάνερον την παρουσίαν του.
1 Κύριε, Θεέ ανταποδόσεων, ανταποδόσεων Θεέ, εμφανίσου.

2 Συ, ο κριτής της οικουμένης, υψώθητι υπεράνω από όλους, δίκασε, δώσε την πρέπουσαν ανταπόδοσιν στους υπερηφάνους.
2 Ορθώσου εσύ, κριτή της γης, του αλαζόνα το έργο ανταπόδωσε.

3 Διότι έως πότε, Κυριε, οι αμετανόητοι ασεβείς, οι αμετανόητοι αμαρτωλοί θα αλαζονεύωνται και θα καυχώνται;
3 Ως πότε, Κύριε, οι ασεβείς, ως πότε οι ασεβείς θα θριαμβεύουν;

4 Εως πότε με κομπασμόν και αναίδειαν θα αποφαίνωνται; Θα λαλούν και θα υποστηρίζουν την αδικίαν; Εως πότε με τα αδιάκριτα στόματα θα διαφημίζουν οι εργαζόμενοι την ανομίαν τας αδικίας των;
4 Ως πότε θα μιλούν με θράσος, θα φλυαρούν; ως πότε θα καυχιούνται όλοι της ανομίας οι δράστες;

5 Αυτοί τον ιδικόν σου λαόν τον εξηυτέλισαν, την ιδικήν σου κληρονομίαν την εκακοποίησαν,
5 Τσακίζουν, Κύριε, το λαό σου, καταπιέζουνε εκείνους που σου ανήκουν.

6 διότι την χήραν και το ορφανόν εθανάτωσαν και τους προσηλύτους εφόνευσαν.
6 Χήρες και ξένους εξοντώνουν, και τα ορφανά δολοφονούν.

7 Και είπαν· Δεν θα ίδη ο Κυριος τα εγκλήματά μας. Ο Θεός των απογόνων του Ιακώβ δεν θα εννοήση, τι ημείς διαπράττομεν.
7 Λένε: «Δε βλέπει ο Κύριος· τίποτα δεν καταλαβαίνει ο Θεός του Ιακώβ».

8 Ω άφρονες ασεβείς μεταξύ του λαού τούτου, συνετισθήτε λοιπόν. Σεις οι μωροί βάλετε επί τέλους μυαλό και γνώσιν.
8 Οι αλόγιστοι μες στο λαό εννοήστε, κι εσείς ανόητοι, πότε θα βρείτε σύνεση;

9 Αυτός, ο οποίος εφύτευσεν εις την κεφαλήν μας το αυτί, δεν ακούει; Αυτός, ο οποίος έπλασε τον οφθαλμόν, ώστε να βλέπωμεν, δεν βλέπει και δεν εννοεί τι συμβαίνει;
9 Αυτός που την ακοή δίνει, μπορεί να μην ακούει; ή αυτός, που τα μάτια έφτιαξε, γίνεται να μη βλέπει;

10 Αυτός, που παιδαγωγικώς ανέκαθεν τιμωρεί τα αμαρτάνοντα ειδωλολατρικά έθνη, δεν θα ελέγξη και τον ισραηλιτικόν λαόν; Εκείνος, ο οποίος διδάσκει τους ανθρώπους την γνώσιν, είναι δυνατόν να μη έχη γνώσιν των όσων συμβαίνουν;
10 Αυτός, που τους ειδωλολάτρες διαπαιδαγωγεί, γίνεται να μην τιμωρεί; εκείνος που τον άνθρωπο διδάσκει, πώς θα ’ταν δυνατό να μη γνωρίζει;

11 Ο Κυριος γνωρίζει ότι οι συλλογισμοί και αι αποφάσεις των ανθρώπων είναι πλανημέναι, μωραί και αμαρτωλαί.
11 Ο Κύριος γνωρίζει τις σκέψεις του ανθρώπου, ξέρει πόσο είναι μηδαμινές.

12 Τρισευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος, τον οποίον συ, Κυριε, θα παιδαγωγήσης, και θα τον διδάξη το Νομου σου,
12 Μακάριος είν’ ο άνθρωπος, που τον διορθώνεις, Κύριε, και τον διδάσκεις με το νόμο σου!

13 ώστε να μένη ήρεμος και ατάραχος κατά τας ημέρας των δοκιμασιών, που του παρασκευάζει ο αμαρτωλός, έως ότου ανοιχθή βαθύς ο τάφος και καταπίη και εξαφανίση τον αμαρτωλόν.
13 Έτσι του δίνεις ανακούφιση στης συμφοράς τις μέρες, ωσότου ανοίξει ο τάφος του ασεβή.

14 Διότι ο Κυριος δεν θα απωθήση ποτέ τον λαόν του και δεν θα εγκαταλείψη την κληρονομίαν του,
14 Δεν αποδιώχνει ο Κύριος το λαό του, και δεν εγκαταλείπει τους δικούς του.

15 μέχρις ότου αποκατασταθή και θεμελιωθή η δικαιοσύνη. Μαζή δέ με αυτόν θα αποκατασταθούν όλοι οι ευθείς κατά την καρδίαν άνθρωποι.
15 Γιατί σύμφωνα με το δίκαιο θα βγαίνουν οι αποφάσεις, κι αυτό θ’ ακολουθούν όλοι οι έντιμοι. (Διάψαλμα)

16 Ποιός θα σηκωθή και θα αναλάβη την υπεράσπισίν μου εναντίον εκείνων, οι οποίοι σκέπτονται και θέλουν πονηρά κατ’ εμού; Μονον ο Θεός. Ποιός θα είναι ο συμπαραστάτης και βοηθός μου εναντίον των ανθρώπων, που εργάζονται την παρανομίαν;
16 Ποιος θα μου συμπαρασταθεί ενάντια στους κακούς; και ποιος θα με υπερασπιστεί ενάντια στης ανομίας τους δράστες;

17 Εάν ο Κυριος κατά το παρελθόν δεν με βοηθούσε, η ψυχή μου ολίγον ακόμη και θα κατέβαινεν στον άδην.
17 Αν δεν μου ’δινες, Κύριε, βοήθεια, ακόμη λίγο κι η ψυχή μου θα ’ταν μες στου θανάτου τη σιωπή.

18 Καθε φορά, που φοβισμένος έλεγα προς σέ, Κυριε· “Κλονίζονται τα πόδια μου”, η ευσπλαγχνία σου με βοηθούσε αμέσως.
18 Την ώρα που έλεγα: «Κλονίστηκαν τα βήματά μου», το έλεός σου, Κύριε, με στήριζε.

19 Κυριε, ανάλογοι με το πλήθος και την δριμύτητα των οδυνών, αι οποίαι κατεξέσχιζον την καρδίαν μου, ήσαν και αι παρηγορίαι σου, αι οποίαι έδιναν ευφροσύνην και χαράν εις την ψυχήν μου.
19 Όταν πολύ ήταν το άγχος μέσα μου, οι παρηγόριες σου απαλαίναν την ψυχή μου.

20 Παράνομος βασιλικός θρόνος η άδικον δικαστικόν βήμα, που υποστηρίζουν αδικίας και εν ονόματι τάχα του νόμου ασκούν καταπιέσεις επί των ανθρώπων, ας μη έχουν καμμίαν ποτέ σχέσιν προς σέ.
20 Γίνεται να ’χουν σύμμαχο εσένα οι διεφθαρμένοι δικαστές; μπορούν να προκαλούν τη δυστυχία, ενάντια στο νόμο σου;

21 Αυτοί, που κάθονται επάνω εις τέτοιους θρόνους και εις τέτοια παράνομα βήματα, θηρεύουν ως ιδικήν των λείαν την ζωήν του δικαίου ανθρώπου και καταδικάζουν τον αθώον.
21 Ορμούν αυτοί ενάντια στου δικαίου τη ζωή και τον αθώο σε θάνατο καταδικάζουν.

22 Ο Κυριος υπήρξε και υπάρχει δι’ εμέ το καταφύγιόν μου. Ο Θεός μου δίδει βέβαιον την ελπίδα ότι είναι και θα είναι βοηθός μου.
22 Αλλά εσύ έγινες, Κύριε, προστασία μου· κι εσύ, Θεέ μου, φρούριο καταφυγής μου.

23 Εις τους αμαρτωλούς όμως ο Κυριος θα ανταποδώση σύμφωνα με τας παρανομίας των, εξ αιτίας των κακιών των θα τους εξαφανίση από το πρόσωπον της γης.
23 Θα τους ανταποδώσεις την ανομία τους· για την κακία τους θα τους εξαφανίσεις· εσύ θα τους εξαφανίσεις, Κύριε, Θεέ μας!