ΨΑΛΜΟΣ 100 – ΤΗΝ ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΣΟΥ ΘΑ ΥΜΝΗΣΩ ΚΥΡΙΕ

Κάθισμα 13

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

1 Ἔλεος καὶ κρίσιν ᾄσομαί σοι, Κύριε·

2 ψαλῶ καὶ συνήσω ἐν ὁδῷ ἀμώμῳ· πότε ἥξεις πρός με; διεπορευόμην ἐν ἀκακίᾳ καρδίας μου ἐν μέσῳ τοῦ οἴκου μου.

3 οὐ προεθέμην πρὸ ὀφθαλμῶν μου πρᾶγμα παράνομον, ποιοῦντας παραβάσεις ἐμίσησα· οὐκ ἐκολλήθη μοι καρδία σκαμβή.

4 ἐκκλίνοντος ἀπ᾿ ἐμοῦ τοῦ πονηροῦ οὐκ ἐγίνωσκον.

5 τὸν καταλαλοῦντα λάθρᾳ τὸν πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον· ὑπερηφάνῳ ὀφθαλμῷ καὶ ἀπλήστῳ καρδίᾳ, τούτῳ οὐ συνήσθιον.

6 οἱ ὀφθαλμοί μου ἐπὶ τοὺς πιστοὺς τῆς γῆς τοῦ συγκαθῆσθαι αὐτοὺς μετ᾿ ἐμοῦ· πορευόμενος ἐν ὁδῷ ἀμώμῳ, οὗτός μοι ἐλειτούργει.

7 οὐ κατῴκει ἐν μέσῳ τῆς οἰκίας μου ποιῶν ὑπερηφανίαν, λαλῶν ἄδικα οὐ κατεύθυνεν ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν μου.

8 εἰς τὰς πρωίας ἀπέκτεινον πάντας τοὺς ἁμαρτωλοὺς τῆς γῆς τοῦ ἐξολοθρεῦσαι ἐκ πόλεως Κυρίου πάντας τοὺς ἐργαζομένους τὴν ἀνομίαν.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 “Ὁ Κύριος εἶναι ὁ Θεός”.
α2 Προσευχή γιά κάθε Σάββατο.
β Γιά νά κριθῆς μέ εὐσπλαχνία.
γ Γιά νά δίδη ὁ Θεός χαρίσματα στούς καλοκάγαθους ἀνθρώπους, γιά νά βοηθοῦν τούς συνανθρώπους των.
ε “Ὁ Δαβίδ συνέγραψε τόν παρόντα Ψ. διηγούμενος ἐκ προσώπου ἐκείνου τήν ἐνάρετον ζωήν του καί βάλλοντας αὐτόν εἰκόνα ἔμπροσθεν εἰς τούς ἀνθρώπους τῆς ὀρθῆς πολιτείας καί παράδειγμα τῆς τελειότητος”.
θ “Συμβουλευτικός καί διδακτικός εἰς τούς ἡγεμόνας”.

Μετάφραση – Ερμηνεία

Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

1 Την ευσπλαγχνίαν σου και την δικαιοκρισίαν σου θα υμνολογήσω προς δόξαν σου, Κυριε.
1 Ψαλμός του Δαβίδ. Θα τραγουδήσω την αγάπη και τη δίκαιη κρίση· σ’ εσένα τον ψαλμό μου, Κύριε, θα πω.

2 Θα σε δοξολογήσω. Κυριε, και θα κατανοήσω ποιός είναι ο άμωμος τρόπος και δρόμος της ζωής μου. Ποτε θα έλθης προς εμέ, Κυριε, ελεήμων και ευεργετικός; Εγώ συμπεριεφέρθην κατά το παρελθόν και μέχρι σήμερον, εν μέσω της οικογενείας μου, με ακακίαν καρδίας, με ευθύτητα και ανιδιοτέλειαν.
2 Θα προσπαθώ την τέλεια να ’χω διαγωγή –πότε θα ’ρθείς σ’ εμένα; Μ’ ευθύτητα θα φέρομαι καρδιάς μέσα στο σπίτι μου.

3 Ποτέ δεν έθεσα προ των οφθαλμών μου και δεν επεδίωξα ως συμφέρον μου παράνομον τινα πράξιν. Τουναντίον εμίσησα όλους εκείνους, οι οποίοι παρέβαιναν τον Νομον σου. Ποτέ έως τώρα δεν προσεκολλήθη κοντά μου ως φίλος η ως μέλος της αυλής μου άνθρωπος με καρδίαν στρεβλήν.
3 Για καμιά πράξη ποταπή δε θα ενδιαφερθώ· τα έργα της αποστασίας τ’ αποστρέφομαι· δε θα ’χω τίποτα κοινό μ’ αυτά.

4 Καμμίαν γνώσιν και καμμίαν σχέσιν δεν είχον προς πονηρόν άνθρωπον, ο οποίος, αφού ματαίως επιχειρούσε να με πλησίαση, απεμακρύνετο από εμέ.
4 Μακριά μου θα κρατήσω κάθε διεστραμμένον· τον μοχθηρό δεν θέλω να τον ξέρω.

5 Τον άνθρωπον, ο οποίος κατέκρινε κρυφίως τον πλησίον του, τον εξεδίωκα από κοντά μου. Με άνθρωπον, ο οποίος είχεν αλαζονικούς τους οφθαλμούς και εφέρετο με περιφρόνησιν προς τους άλλους, είχε δε και άπληστον καρδίαν, ποτέ δεν συνέτρωγα, ποτέ δεν τον είχα σύντροφόν μου.
5 Αυτόν, που στα κρυφά θα μου διαβάλει τον πλησίον του, θα τον εξολοθρέψω· τον υπερόπτη και τον άπληστο δε θα τους ανεχτώ.

6 Αλλά είχα εστραμμένους πάντοτε τους οφθολμούς μου προς τους πιστούς και ενάρετους ανθρώπους της χώρας μου. Αυτούς προσεκάλουν να παρακάθηνται μαζή μου ως φίλοι και σύμβουλοί μου. Εκείνον, ο οποίος εζούσε βίον ανεπίληπτον και καθαρόν, αυτόν προσελάμβανα ως υπάλληλόν μου, ως βοηθόν μου και συνεργάτην μου.
6 Θα βλέπω ποιοι είναι μες στη χώρα οι πιστοί, για να μένουν μαζί μου· όποιος μ’ ευθύτητα πορεύεται, αυτός και θα με υπηρετεί.

7 Μέσα στον οίκον μου δεν κατώκησε ούτε θα κατοικήση άνθρωπος εγωϊστής και υπερήφανος· άνθρωπος, που λαλεί και επιδιώκει αδικίας, δεν θα ευδοκιμήση ούτε θα ημπορέση να σταθή ενώπιόν μου.
7 Ο απατεώνας δε θα μείνει μες στο σπίτι μου, ο ψευδολόγος μπρος μου δε θα σταθεί.

8 Καθε πρωΐαν εδίκαζα και κατεδίκαζα εις θάνατον όλους τους εγκληματίας της χώρας μου, δια να εξολοθρεύσω από την πάλιν του Κυρίου, την Ιερουσαλήμ, όλους εκείνους, οι οποίοι πεισμόνως και αμετανοήτως εργάζονται το κακόν.
8 Κάθε πρωί θα εξολοθρεύω όλους της χώρας τους κακούς· για να ξεριζωθούν από την πόλη του Κυρίου όσοι τη δυστυχία προκαλούν.