ΨΑΛΜΟΣ 16 (17) – ΤΩΡΑ Σ’ ΕΣΕΝΑ ΠΡΟΣΦΕΥΓΩ

Προσευχὴ τοῦ Δαυΐδ.

1 Εἰσάκουσον, Κύριε, τῆς δικαιοσύνης μου, πρόσχες τῇ δεήσει μου, ἐνώτισαι τὴν προσευχήν μου οὐκ ἐν χείλεσι δολίοις.

2 ἐκ προσώπου σου τὸ κρῖμά μου ἐξέλθοι, οἱ ὀφθαλμοί μου ἰδέτωσαν εὐθύτητας.

3 ἐδοκίμασας τὴν καρδίαν μου, ἐπεσκέψω νυκτός· ἐπύρωσάς με, καὶ οὐχ εὑρέθη ἐν ἐμοὶ ἀδικία.

4 ὅπως ἂν μὴ λαλήσῃ τὸ στόμα μου τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων, διὰ τοὺς λόγους τῶν χειλέων σου ἐγὼ ἐφύλαξα ὁδοὺς σκληράς.

5 κατάρτισαι τὰ διαβήματά μου ἐν ταῖς τρίβοις σου, ἵνα μὴ σαλευθῶσι τὰ διαβήματά μου.

6 ἐγὼ ἐκέκραξα, ὅτι ἐπήκουσάς μου, ὁ Θεός· κλῖνον τὸ οὖς σου ἐμοὶ καὶ εἰσάκουσον τῶν ῥημάτων μου.

7 θαυμάστωσον τὰ ἐλέη σου, ὁ σῴζων τοὺς ἐλπίζοντας ἐπὶ σὲ ἐκ τῶν ἀνθεστηκότων τῇ δεξιᾷ σου.

8 φύλαξόν με ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ· ἐν σκέπῃ τῶν πτερύγων σου σκεπάσεις με

9 ἀπὸ προσώπου ἀσεβῶν τῶν ταλαιπωρησάντων με. οἱ ἐχθροί μου τὴν ψυχήν μου περιέσχον·

10 τὸ στέαρ αὐτῶν συνέκλεισαν, τὸ στόμα αὐτῶν ἐλάλησεν ὑπερηφανίαν.

11 ἐκβαλόντες με νυνὶ περιεκύκλωσάν με, τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν ἔθεντο ἐκκλῖναι ἐν τῇ γῇ.

12 ὑπέλαβόν με ὡσεὶ λέων ἕτοιμος εἰς θήραν καὶ ὡσεὶ σκύμνος οἰκῶν ἐν ἀποκρύφοις.

13 ἀνάστηθι, Κύριε, πρόφθασον αὐτοὺς καὶ ὑποσκέλισον αὐτούς, ῥῦσαι τὴν ψυχήν μου ἀπὸ ἀσεβοῦς, ῥομφαίαν σου ἀπὸ ἐχθρῶν τῆς χειρός σου.

14 Κύριε, ἀπὸ ὀλίγων ἀπὸ γῆς διαμέρισον αὐτοὺς ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν, καὶ τῶν κεκρυμμένων σου ἐπλήσθη ἡ γαστὴρ αὐτῶν, ἐχορτάσθησαν ὑείων, καὶ ἀφῆκαν τὰ κατάλοιπα τοῖς νηπίοις αὐτῶν.

15 ἐγὼ δὲ ἐν δικαιοσύνῃ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ σου, χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναί μοι τὴν δόξαν σου.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Τά πρόβατα καί ὁ βοσκός.
α2 Γιά νά συμφιλιωθοῦν οἱ μαλωμένοι.
Γιά νά ἐπιστρέψουν οἱ αἱρετικοί στήν ὀρθή πίστη.
β Γιά νά θαυμάζεις τήν τάξη τῆς κτίσεως καί τήν φροντίδα τῆς θείας Πρόνοιας.
Γιά εὐχαριστία τήν Κυριακή.
γ Γιά νά ἀνοίξη ὁ Θεός τήν πόρτα ὅταν χαθῆ τό κλειδί.
θ “Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες.Ἡ δύναμις, ἡ μεγαλειότης, ἡ δόξα καί ἄλλαι ἰδιότητές Του”.
“Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν.

Μετάφραση – Ερμηνεία

Προσευχὴ τοῦ Δαυΐδ.

1 Καμε δεκτήν, Κυριε, την δικαίαν αίτησιν της προσευχής μου· δώσε προσοχήν εις την δέησίν μου, με ώτα ευμενή άκουσε την προσευχήν μου, την οποίαν εγώ τώρα απευθύνω προς σε με χείλη άδολα και ειλικρινή.
1 Προσευχή του Δαβίδ. ʼκουσε, Κύριε, τον δίκαιο, δώσε στη δέησή μου προσοχή, δώσε ακρόαση στην προσευχή μου απ’ τα χείλη μου τ’ άδολα.

2 Από σε προσωπικώς ποθώ και παρακαλώ να εκδοθή η δικαία απόφασις υπέρ εμού και έτσι τα μάτιά μου να ιδούν την επικράτησιν των δικαίων αποφάσεών σου.
2 Από σένα η καταδίκη μου ας προέλθει, τα μάτια τα δικά σου ας διακρίνουν ποιος είν’ ο τίμιος.

3 Εξήτασας τα βάθη της καρδίας μου, όταν με επεσκέφθης κατά τας νυκτερινάς ώρας της αυτοεξετάσεώς μου. Ωσάν χρυσόν στο χωνευτήριον με υπέβαλες στο πυρ των δοκιμασιών και εις όλα αυτά δεν ευρέθη μέσα μου καμμία αδικία εναντίον ουδενός.
3 Θα δοκιμάσεις την καρδιά μου, θα μ’ εξετάσεις τούτη τη νυχτιά, προσεχτικά θα με βυθομετρήσεις και ανομία δε θα βρεις. Τα λόγια σου δεν αποκρύπτουν τις προθέσεις μου,

4 Δια να μη λαλή το στόμα μου τίποτε σχετικόν με τα πονηρά έργα των ανθρώπων και δια να τηρώ τους λόγους και τα παραγγέλματα του στόματός σου, Κυριε, εγώ εβάδισα τας δυσκόλους και πλήρεις ταλαιπωρίας οδούς του θείου σου θελήματος.
4 όπως κάνουν οι άνθρωποι· εγώ τα λόγια σου ακολούθησα κι όχι τους νόμους των παρανόμων.

5 Καθοδήγησε και προσάρμοσε πλήρως τα βήματα της ζωής μου στους δρόμους των εντολών σου, δια να μη κλονισθούν ποτέ αι πορείαι μου.
5 Έμειναν σταθερά τα βήματά μου πάνω στα ίχνη σου, δεν παραπαίουν τα πόδια μου.

6 Εγώ φωνάζω τώρα προς σε, Κυριε, διότι είμαι βέβαιος ότι με έχεις ακούσει και με ακούεις. Κλίνε, λοιπόν, το αυτί σου ευμενές εις την φωνήν μου και άκουσε τα λόγια των προσευχών μου.
6 Θεέ, εσένα επικαλούμαι κι εσύ μ’ ακούς· πρόσεξέ με κι εμένα κι ό,τι σου λέω άκουσε.

7 Φανέρωσέ μου κατά ένα τρόπον θαυμαστόν το έλεός σου προς εμέ, συ ο οποίος τους ελπίζοντας εις σε τους σώζεις από τους εχθρούς σου, από εκείνους οι οποίοι αντιτάσσονται εις την παντοδύναμον δεξιάν σου.
7 Κάνε να λάμψει η αγάπη σου με τρόπο θαυμαστό, εσύ που σώζεις από τον εχθρό όσους προσφεύγουν στην ευνοϊκή σου δύναμη.

8 Φυλαξέ με ως κόρην οφθαλμού, σκέπασέ με κάτω από την ακατανίκητον προστασίαν των πτερύγων σου, όπως η όρνις σκεπάζει τους νεοσσούς της.
8 Σαν του ματιού την κόρη φύλαξέ με, στον ίσκιο των φτερών σου κρύψε με,

9 Διαφύλαξέ με από τους ασεβείς ανθρώπους, οι οποίοι έως τώρα με έχουν ταλαιπωρήσει. Αυτοί οι εχθροί μου, Κυριε, με περιεκύκλωσαν από όλα τα σημεία και απειλούν την ζωήν μου.
9 από τους ασεβείς που με καταδιώκουν, απ’ της ζωής μου τους εχθρούς που με περικυκλώνουνε.

10 Εκλεισαν τελείως τα σπλάγχνα των και έγινε σκληρά η καρδία των ανθρώπων αυτών απέναντί μου. Το στόμα αυτών ελάλησε λόγους αλαζονικούς και θρασείς εναντίον μου.
10 Έκλεισε από αναισθησία η καρδιά τους· ανοίξανε το στόμα τους, αγέρωχα μιλήσαν.

11 Αφού με έβγαλαν έξω και με εδίωξαν από την πατρίδα μου, με περιεκύκλωσαν με μοχθηρίαν και έστρεψαν ολόγυρά των τα βλέμματά των με φονικήν διάθεσιν εναντίον μου πως θα με ξαπλώσουν νεκρόν κάτω εις την γην.
11 Εκινηθήκαν εναντίον μου. Να, με περικυκλώνουν! τα μάτια τους κοιτάζουν πώς στο χώμα να με ρίξουν.

12 Με εθεώρησαν και με αντίκρυσαν, όπως ο λέων αντικρύζει το θύμα του και είναι έτοιμος να επιτεθή εναντίον του θηράματός του· σαν νεαρό ορμητικό ληοντάρι, που ενεδρεύει εις αποκρύφους τόπους, δια να συλλάβη την λείαν του.
12 Μοιάζουνε με λιοντάρι άπληστο για τη λεία του, με λιονταράκι που παραμονεύει.

13 Σηκω επάνω, Κυριε, και πρόφθασέ τους, πριν με θανατώσουν. Βαλε τους τρικλοποδιά, ρίξε τους κάτω στο χώμα και γλύτωσε την ζωήν μου από τον ασεβή αρχηγόν των, τον Σαούλ. Παρε στο χέρι σου την ρομφαίαν εναντίον των εχθρών, που ανθίστανται εις σέ.
13 Έλα, Κύριε, αντιμετώπισέ τους! Γονάτισέ τους· σώσε τη ζωή μου με το σπαθί σου από τους ασεβείς.

14 Ω, Κυριε, από τους ολίγους ευσεβείς ξεχώρισε και απομάκρυνε το πλήθος των ασεβών. Διασκόρπισέ τους εις την γην, ενώ ευρίσκονται ακόμη εις την παρούσαν ζωήν. Υλόφρονες και λαίμαργοι, καθώς είναι, εγέμισαν την κοιλίαν των δε όσα αγαθά, συ έχεις αποκρύψει εις τα βάθη της γης και της θαλάσσης. Εχόρτασαν από χριρινά απαγορευμένα κρέατα και αφού οι ίδιοι έφαγαν και έπιαν και εχρρτάσθησαν, αφήκαν τα υπολείμματα του συμποσίου των εις τα νήπιά των.
14 Κύριε, με το χέρι σου λιγόστεψέ τους τη ζωή! Δώσ’ τους την τιμωρία που τους φύλαγες. Είν’ αρκετή για να γεμίσουν τις κοιλιές τους και τα παιδιά τους να χορτάσουν, να μείνει ακόμα και για τα εγγόνια τους.

15 Εγώ όμως θα εργασθώ την αρετήν και με αυτήν θα αξιωθώ της χαράς να ίδω το πρόσωπόν σου, θα χορτάση η ψυχή μου, όταν θα βλέπω, Κυριε, την δόξαν σου.
15 Όμως εγώ, δικαιωμένος, θα δω το πρόσωπό σου· όταν ξυπνήσω θα ευφρανθώ από την παρουσία σου.