ΨΑΛΜΟΣ 15 (16) – Η ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΠΟΥ Ο ΘΕΟΣ ΤΟΝ ΛΥΤΡΩΣΕ ΑΠ’ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ

Στηλογραφία τῷ Δαυΐδ.

1 Φύλαξόν με, Κύριε, ὅτι ἐπὶ σοὶ ἤλπισα.

2 εἶπα τῷ Κυρίῳ· Κύριός μου εἶ σύ, ὅτι τῶν ἀγαθῶν μου οὐ χρείαν ἔχεις.

3 τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τῇ γῇ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος, πάντα τὰ θελήματα αὐτοῦ ἐν αὐτοῖς.

4 ἐπληθύνθησαν αἱ ἀσθένειαι αὐτῶν, μετὰ ταῦτα ἐτάχυναν· οὐ μὴ συναγάγω τὰς συναγωγὰς αὐτῶν ἐξ αἱμάτων, οὐδ᾿ οὐ μὴ μνησθῶ τῶν ὀνομάτων αὐτῶν διὰ χειλέων μου.

5 Κύριος μερὶς τῆς κληρονομίας μου καὶ τοῦ ποτηρίου μου· σὺ εἶ ὁ ἀποκαθιστῶν τὴν κληρονομίαν μου ἐμοί.

6 σχοινία ἐπέπεσέ μοι ἐν τοῖς κρατίστοις· καὶ γὰρ ἡ κληρονομία μου κρατίστη μοί ἐστιν.

7 εὐλογήσω τὸν Κύριον τὸν συνετίσαντά με· ἔτι δὲ καὶ ἕως νυκτὸς ἐπαίδευσάν με οἱ νεφροί μου.

8 προωρώμην τὸν Κύριον ἐνώπιόν μου διαπαντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μού ἐστιν, ἵνα μὴ σαλευθῶ.

9 διὰ τοῦτο ηὐφράνθη ἡ καρδία μου, καὶ ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσά μου, ἔτι δὲ καὶ ἡ σάρξ μου κατασκηνώσει ἐπ᾿ ἐλπίδι,

10 ὅτι οὐκ ἐγκαταλείψεις τὴν ψυχήν μου εἰς ᾅδην, οὐδὲ δώσεις τὸν ὅσιόν σου ἰδεῖν διαφθοράν.

11 ἐγνώρισάς μοι ὁδοὺς ζωῆς· πληρώσεις με εὐφροσύνης μετὰ τοῦ προσώπου σου, τερπνότητες ἐν τῇ δεξιᾷ σου εἰς τέλος.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἰδιότητες τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ.
α2 Γιά τήν ἀποκατάσταση διαλυμένων σχέσεων.
Ὑπέρ τῶν πτωχῶν συνανθρώπων μας.
γ Γιά νά βρεθῆ τό κλειδί ὅταν χαθῆ.
ε “Ἁρμόζει καί εἰς κάθε ἐνάρετον,ὁπού ἐπιβουλεύεται ἀπό ὁρατούς καί ἀορτους ἐχθρούς”.
στ Διά τήν Πρόνοια τοῦ Κυρίου καί τήν ἐλπίδα μας πρός Αὐτόν.
Δέηση πρός τόν Κύριο νά μᾶς προστατεύη καί νά μᾶς γλυτώνη: α) ἀπό τόν κόσμο τῆς ἀσεβείας καί β) ἀπό ἀνθρώπους πονηρούς καί ἄδικους.
θ Ἔκφρασις ἐλπίδος πρός τόν Θεό ἐν περιπτώσει δεινῶν περιπετειῶν καί θλίψεων.
“Προφητικοί, ἐν οἷς προλέγονται καί προδιαγράφονται ἀκριβῶς μέλλοντα γενέσθαι γεγονότα ἀφορῶντα ἰδίως εἰς τό πρόσωπον τοῦ προσδοκωμένου Μεσσίου”.

Μετάφραση – Ερμηνεία

Στηλογραφία τῷ Δαυΐδ.

1 Φυλαξέ με, Κυριε, από κάθε κακόν, διότι εγώ εις σε έχω στηρίξει τας ελπίδας μου.
1 Προστάτεψέ με, Θεέ, γιατί σ’ εσένα καταφεύγω.

2 Είπα δια της προσευχής προς σε τον Κυριον· “συ είσαι ο Κυριος μου και συ ωσάν ανενδεής, που είσαι, δεν έχεις ανάγκην από τα ιδικά μου υλικά αγαθά”.
2 (2-3) – Είπα στον Κύριο: «Εσύ ‘σαι ο Κύριός μου. Ό,τι καλό έχω δεν προέρχεται παρά από σένα».

3 Προς χάριν των εναρέτων και ευσεβών ανθρώπων, που ζουν εις την χώραν του, δηλαδή εις την γην της επαγγελίας, μεγάλα και θαυμαστά έργα έκαμεν ο Κυριος. Ολαι αι αποφάσστου, αι ευμενείς και ευάρεστοι δι’ αυτούς, που τηρούν το θέλημά του, ευρίσκονται ανάμεσά των.
3 –

4 Επληθύνθησαν, βέβαια, πάρα πολύ αι θλίψεις και αι ταλαιπωρίαι αυτών, αλλά γρήγορα διελύθησαν και εξηφανίσθησαν. Δεν θα συναθροίσω ποτέ κατά κανένα λόγον και τρόπον εις λατρευτικάς συγκεντρώσεις ανθρώπους μολυσμένους με αίματα αθώων ανθρώπων η με αίματα ειδωλολατρικών θυσιών. Ποτέ δεν θα αναφέρω εις τα χείλη μου, ούτε καν και θα ενθυμηθώ, τα ονόματα των ασεβών ανθρώπων και των ειδωλολατρικών των θεών.
4 Τα βάσανα ας πληθαίνουν αυτών που ακολουθούν ξένους θεούς· εγώ δεν θα προσφέρω τις αιματηρές σπονδές τους· και δε θα ψιθυρίσουν τα χείλη μου τα ονόματά τους.

5 Ο Κυριος είναι δι’ εμέ το πολύτιμον μερίδιον της κληρονομίας μου. Το ποτήριον, από το οποίον πίνω την γλυκείαν χαράν. Συ, Κυριε, είσαι εκείνος, ο οποίος θα με αποκαταστήσης και θα με επαναφέρης χαίροντα εις την ποθητήν πατρίδα.
5 Κύριε, μου δίνεις το μερίδιό μου σ’ ό,τι έχω ανάγκη για να ζήσω, κρατάς το μέλλον μου στα χέρια σου.

6 Και το μερίδιον, που μου έτυχε σαν να εμετρήθη με ακριβείς μετροταινίας, είναι άπυ τα πλέον καλά. Πράγματι η κληρονομία μου είναι αρίστη.
6 Στο μοίρασμα μου πέσανε περιοχές ωραίες· κι ο κλήρος μου μ’ ευχαριστεί.

7 Κατά το διάστημα της ημέρας θα δοξολογήσω και θα υμνήσω τον Κυριον, ο οποίος μου εχάρισε σύνεσιν. Αλλά και κατά το διάστημα της νυκτός η φωνή της συνειδήσεώς μου και οι πόθοι της καρδίας μου με παιδαγωγούν προς τον Κυριον, ώστε αυτόν να θεωρώ πλούτον και στήριγμά μου.
7 Τον Κύριο που με νουθετεί, τον ευλογώ, κι οι σκέψεις μου τις νύχτες με διδάσκουν.

8 Ημέραν και νύκτα έβλεπα και βλέπω τον Κυριον μου πάντοτε εμπρός μου. Τον βλέπω ότι είναι εις τα δεξιά μου, έτοιμος να με προστατεύση, δια να μη ταραχθώ από οιονδήποτε φόβον η κίνδυνον.
8 Τον Κύριο έβαλα για πάντοτε μπροστά μου, στα δεξιά μου, για να μην ταλαντεύομαι.

9 Δια τούτο ακριβώς και ευφράνθη η καρδία μου, η δε γλώσσα μου ελάλησε λόγους αγαλλιάσεως, ακόμη δε και το σώμα μου, όταν αποθάνω, θα αποτεθή στον τάφον με την ελπίδα της αναστάσεως.
9 Γι’ αυτό και χαίρεται η καρδιά μου, ευφραίνεται η ατίμητη ύπαρξή μου και με ασφάλεια αναπαύεται το σώμα μου.

10 Διότι συ ο Θεός μου δεν θα εγκαταλείψης την ψυχήν μου στον άδην, ώστε να φυλακισθή δια παντός εις αυτόν, ούτε θα επιτρέψης, εγώ αφωσιωμένος εις σε να δοκιμάσω την φθοράν και αποσύνθεσιν του τάφου. Θα με αναστήσης.
10 Στον άδη δεν θα εγκαταλείψεις την ψυχή μου, ούτε ο γνήσιος πιστός σου θ’ αφήσεις ν’ αντικρύσει τη φθορά.

11 Εκαμες γνωστούς εις εμέ τους δρόμους και τους τρόπους της μακαρίας και ευλογημένης ζωής. Θα με χόρτασης χαράν και αγαλλίασιν, όταν με αξιώσης να ίδω το ένδοξον πρόσωπόν σου· εις την παντοδύναμον και πανάγαθον δεξιάν σου υπάρχουν πάντοτε δια τους εκλεκτούς σου, Κυριε, τέλειαι και ατελείωτοι τέρψεις και χαραί.
11 Το δρόμο με μαθαίνεις της ζωής· αμέτρητη χαρά είν’ η παρουσία σου, απόλαυση, στα δεξιά σου, αιώνια!