ΨΑΛΜΟΣ 10 (11) – ΟΤΑΝ ΟΛΑ ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΠΩΣ ΧΑΘΗΚΑΝ

1 Ἐπὶ τῷ Κυρίῳ πέποιθα· πῶς ἐρεῖτε τῇ ψυχῇ μου· μεταναστεύου ἐπὶ τὰ ὄρη ὡς στρουθίον;

2 ὅτι ἰδοὺ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐνέτειναν τόξον, ἡτοίμασαν βέλη εἰς φαρέτραν τοῦ κατατοξεῦσαι ἐν σκοτομήνῃ τοὺς εὐθεῖς τῇ καρδίᾳ.

3 ὅτι ἃ σὺ κατηρτίσω, αὐτοὶ καθεῖλον· ὁ δὲ δίκαιος τί ἐποίησε;

4 Κύριος ἐν ναῷ ἁγίῳ αὐτοῦ· Κύριος ἐν οὐρανῷ ὁ θρόνος αὐτοῦ. οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ εἰς τὸν πένητα ἀποβλέπουσι, τὰ βλέφαρα αὐτοῦ ἐξετάζει τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων.

5 Κύριος ἐξετάζει τὸν δίκαιον καὶ τὸν ἀσεβῆ, ὁ δὲ ἀγαπῶν τὴν ἀδικίαν μισεῖ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν.

6 ἐπιβρέξει ἐπὶ ἁμαρτωλοὺς παγίδας, πῦρ καὶ θεῖον καὶ πνεῦμα καταιγίδος ἡ μερὶς τοῦ ποτηρίου αὐτῶν.

7 ὅτι δίκαιος Κύριος, καὶ δικαιοσύνας ἠγάπησεν, εὐθύτητας εἶδε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἕνα τραγούδι δοξολογίας.
α2 Ὅταν πᾶνε στραβά οἱ διάφορες ὑποθέσεις μας
β Γιά τήν κατάργηση τοῦ ἐχθροῦ (διαβόλου) καί τή σωτηρία τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ
Ὅταν ἔχης ἀνάγκη νά ἐξομολογηθῆς.
γ Γιά νά πάψουν νά σέ φοβερίζουν οἱ δαίμονες στόν ὕπνο ἤ μέ φαντασίες τήν ἡμέρα.
ε “…ἐξυπνᾶ τήν ἀμέλειαν τῶν ραθύμων, ἀναπαύει καί ξεκουράζει τούς κεκοπιακότα”.
στ Ὅταν μᾶς ἀδικοῦν καί μᾶς στενοχωροῦν οἱ ἄνθρωποι τοῦ κακοῦ.
θ “Πρός εὐχαριστίαν ἕνεκα ἐλέους καί χάριτος”.
“Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν.

Μετάφραση – Ερμηνεία

1 Εγώ έχω στηρίζει την πεττοίθησιν και την ελπίδα μου στον παντοδύναμον Κυριον και πως σεις μου λέγετε· “φύγε, μετανάστευσε από εδώ, πέταξε σαν στρουθίον τρομαγμένον εις τα βουνά, δια να εύρης εκεί την σωτηρίαν σου;”
1 Στον πρωτοψάλτη. Ψαλμός του Δαβίδ. Στον Κύριο κατέφυγα, και μη μου λέτε εσείς: «Φύγε στα όρη σαν πουλί.

2 Φυγε, μου λέγουν, διότι οι αμαρτωλοί άνθρωποι έχουν ετοιμάσει τα βέλη των, δια να τα εκτοξεύσουν με μανίαν από τον σκοτεινόν τόπον, που ενεδρεύουν, εναντίον των απονηρεύτων και εναρέτων ανθρώπων.
2 Κοίτα τους ασεβείς! Τεντώνουνε το τόξο, σαΐτες βάζουν στη χορδή, για να τοξέψουν στο σκοτάδι εκείνους που έχουν τίμια καρδιά.

3 Ολα όσα, συ Κυριε, σοφώς και δικαίως έχεις νομοθετήσει, αυτοί τα κρημνίζουν και τα καταπατούν. Και επάνω εις την αλαζονείαν των ερωτούν· “ποίον είναι λοιπόν το κέρδος του δικαίου; Κανένα”.
3 Αν τα θεμέλια γκρεμιστούν, ο δίκαιος τι θα κάνει;»

4 Ο Κυριος όμως ευρίσκεται ακατανίκητος στον ουρανόν και στον ιερόν ναόν του. Ο Κυριος έχει στήσει τον δικαστικόν του θρόνον υψηλά στον ουρανόν. Από εκεί οι οφθαλμοί του βλέπουν με προσοχήν και με ευμένειαν τον ταλαιπωρούμενον πτωχόν. Διεισδυτικά εξετάζουν και διακρίνουν τους υιούς των ανθρώπων.
4 Ο Κύριος βρίσκετ’ εδώ, στον άγιο του ναό, όμως το θρόνο του στον ουρανό τον έχει· βλέπουν τα μάτια του, και τους ανθρώπους ερευνούν τα βλέφαρά του.

5 Ο Κυριος εξετάζει και ξεχωρίζει με ακρίβειαν, χωρίς καμμίαν πλάνην, τον δίκαιον και τον ασεβή. Οποιος δε αγαπά την αδικίαν και επιμένει εις αυτήν, αυτός μισεί και βλάπτει κυρίως τον εαυτόν του.
5 Τον δίκαιο και τον ασεβή ο Κύριος εξετάζει, κι εκείνον αποστρέφεται που τ’ άδικο αγαπάει.

6 Ο Κυριος θα εξαπολύση, ωσάν βροχήν, και θα γεμίση με ολεθρίας παγίδας τον δρόμον των αμαρτωλών ανθρώπων, θα ρίψη εναντίον των φωτιάν και θειάφι, θα εξαπολύση βίαιον και ορμητικόν άνεμον, δια να αναρριπίζη την φλόγα. Αυτό θα είναι το ποτήριον της οργής του Θεού κατάπικρον εναντίον των αμαρτωλών ανθρώπων.
6 Στους ασεβείς θα ρίξει θεομηνίες, συμφορές· θειάφι, φωτιά και φλογισμένος άνεμος θα ‘ναι η απολαβή τους.

7 Διότι ο Κυριος είναι δίκαιος και αγαπά δικαιοσύνας, στρέφει τους οφθαλμούς του με ιλαρότητα και ευμένειαν στους ευθείς και αγαθούς ανθρώπους.
7 Ο Κύριος είναι δίκαιος, τη δικαιοσύνη αγαπά· κι ο τίμιος θα ζει κοντά σ’ εκείνον.