ΨΑΛΜΟΣ 73 – ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΟ ΘΕΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ

Κάθισμα 10

Συνέσεως τῷ Ἀσάφ.

1 Ἱνατί ἀπώσω, ὁ Θεός, εἰς τέλος; ὠργίσθη ὁ θυμός σου ἐπὶ πρόβατα νομῆς σου;

2 μνήσθητι τῆς συναγωγῆς σου, ἧς ἐκτήσω ἀπ᾿ ἀρχῆς· ἐλυτρώσω ῥάβδον κληρονομίας σου, ὄρος Σιὼν τοῦτο, ὃ κατεσκήνωσας ἐν αὐτῷ.

3 ἔπαρον τὰς χεῖράς σου ἐπὶ τὰς ὑπερηφανίας αὐτῶν εἰς τέλος, ὅσα ἐπονηρεύσατο ὁ ἐχθρὸς ἐν τοῖς ἁγίοις σου.

4 καὶ ἐνεκαυχήσαντο οἱ μισοῦντές σε ἐν μέσῳ τῆς ἑορτῆς σου, ἔθεντο τὰ σημεῖα αὐτῶν σημεῖα καὶ οὐκ ἔγνωσαν.

5 ὡς εἰς τὴν ἔξοδον ὑπεράνω,

6 ὡς ἐν δρυμῷ ξύλων ἀξίναις ἐξέκοψαν τὰς θύρας αὐτῆς ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἐν πελέκει καὶ λαξευτηρίῳ κατέῤῥαξαν αὐτήν.

7 ἐνεπύρισαν ἐν πυρὶ τὸ ἁγιαστήριόν σου, εἰς τὴν γῆν ἐβεβήλωσαν τὸ σκήνωμα τοῦ ὀνόματός σου.

8 εἶπαν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν αἱ συγγένειαι αὐτῶν ἐπὶ τὸ αὐτό· δεῦτε καὶ καταπαύσωμεν πάσας τὰς ἑορτὰς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τῆς γῆς.

9 τὰ σημεῖα αὐτῶν οὐκ εἴδομεν, οὐκ ἔστιν ἔτι προφήτης, καὶ ἡμᾶς οὐ γνώσεται ἔτι.

10 ἕως πότε, ὁ Θεός, ὀνειδιεῖ ὁ ἐχθρός, παροξυνεῖ ὁ ὑπεναντίος τὸ ὄνομά σου εἰς τέλος;

11 ἱνατί ἀποστρέφεις τὴν χεῖρά σου καὶ τὴν δεξιάν σου ἐκ μέσου τοῦ κόλπου σου εἰς τέλος;

12 ὁ δὲ Θεὸς βασιλεὺς ἡμῶν πρὸ αἰώνων, εἰργάσατο σωτηρίαν ἐν μέσῳ τῆς γῆς.

13 σὺ ἐκραταίωσας ἐν τῇ δυνάμει σου τὴν θάλασσαν, σὺ συνέτριψας τὰς κεφαλὰς τῶν δρακόντων ἐπὶ τοῦ ὕδατος.

14 σὺ συνέθλασας τὴν κεφαλὴν τοῦ δράκοντος, ἔδωκας αὐτὸν βρῶμα λαοῖς τοῖς Αἰθίοψι.

15 σὺ διέῤῥηξας πηγὰς καὶ χειμάῤῥους, σὺ ἐξήρανας ποταμοὺς Ἠθάμ.

16 σή ἐστιν ἡ ἡμέρα, καὶ σή ἐστιν ἡ νύξ, σὺ κατηρτίσω φαῦσιν καὶ ἥλιον.

17 σὺ ἐποίησας πάντα τὰ ὡραῖα τῆς γῆς· θέρος καὶ ἔαρ, σὺ ἔπλασας αὐτά.

18 μνήσθητι ταύτης· ἐχθρὸς ὠνείδισε τὸν Κύριον, καὶ λαὸς ἄφρων παρώξυνε τὸ ὄνομά σου.

19 μὴ παραδῷς τοῖς θηρίοις ψυχὴν ἐξομολογουμένην σοι, τῶν ψυχῶν τῶν πενήτων σου μὴ ἐπιλάθῃ εἰς τέλος.

20 ἐπίβλεψον εἰς τὴν διαθήκην σου, ὅτι ἐπληρώθησαν οἱ ἐσκοτισμένοι τῆς γῆς οἴκων ἀνομιῶν.

21 μὴ ἀποστραφήτω τεταπεινωμένος καὶ κατῃσχυμένος· πτωχὸς καὶ πένης αἰνέσουσι τὸ ὄνομά σου.

22 ἀνάστα, ὁ Θεός, δίκασον τὴν δίκην σου· μνήσθητι τοῦ ὀνειδισμοῦ σου τοῦ ὑπὸ ἄφρονος ὅλην τὴν ἡμέραν.

23 μὴ ἐπιλάθῃ τῆς φωνῆς τῶν ἱκετῶν σου· ἡ ὑπερηφανία τῶν μισούντων σε ἀνέβη διὰ παντός.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ ἀδικία αὐτοῦ τοῦ κόσμου.
α2 Γιά νά σταματήσουν οἱ συκοφαντίες.
Κατά τῆς γλωσσοφαγιᾶς.
β Βλέποντας τήν ὀργή τοῦ Θεοῦ πρός τόν λαό ἐσύ νά παρηγορήσης μέ τά λόγια τοῦ ψαλμοῦ.
γ Γιά νά προφυλάξει ὁ Θεός τούς χωρικούς πού ἐργάζονται στά χωράφια τους, ὅταν ἐχθροί ἔχουν κυκλωμένο τό χωριό.
στ Προσευχή πρός τόν Κύριον νά μή ἐγκαταλείψη τόν λαό του καί τή χριστιανική χώρα μας καί ἐπιτρέψη δοκιμασίες ἀπό τούς ἐχθρούς της.
θ “Ἐν θλίψει ἕνεκα διωγμῶν”.

Μετάφραση – Ερμηνεία

Συνέσεως τῷ Ἀσάφ.

1 Διατί άρά γε, ω Θεέ μου, μας απώθησες και μας απεμάκρυνες εξ ολοκλήρου από κοντά σου; Διατί εξέσπασεν ο θυμός σου εναντίον των προβάτων της ποίμνης σου και της βοσκής σου;
1 Μασχίλ του Ασάφ. Γιατί, Θεέ, μάς εγκατέλειψες για πάντα; γιατί απειλείς με την οργή σου εκείνους που φροντίζεις;

2 Ενθυμήσου ημάς, τον λαόν σου, τον οποίον έκαμες ιδικόν σου κτήμα από αρχαιοτάτων χρόνων. Τον ελευθέρωσες από την Αίγυπτον δια να είναι ωσάν βασιλική ράβδος της κληρονομίας σου, δείγμα της ιδικής σου εξουσίας, και να κατοική στο όρος τούτο, την Σιών, στο οποίον συ έστησας την σκηνήν σου, τον ναόν σου.
2 Θυμήσου το λαό σου, που τον απέκτησες απ’ τα πανάρχαια χρόνια, τη φυλή που εξαγόρασες για ιδιοκτησία σου. Θυμήσου το όρος της Σιών, που κατοικία σου το ‘κανες.

3 Σηκωσε τας χείρας σου και κτύπα με ορμήν τας αλαζονικάς επάρσεις των εχθρών σου. Συντριψέ τους εξ ολοκλήρου ένεκα των κακουργημάτων, που ετόλμησαν οι εχθροί σου να διαπράξουν εις βάρος των αγίων σου.
3 Φέρε τα βήματά σου σ’ αυτά τα θλιβερά ερείπια· όλα τα λεηλάτησαν στο ναό οι εχθροί σου.

4 Οι ειδωλολατρικοί αυτοί λαοί, που σε εμισούσαν, εκαυχώντο, διότι εισήλθον στον ναόν σου εν ώρα λατρείας και έθεσαν τα ειδωλολατρικά των σήματα ως σημεία θριάμβου και δεν ενόησαν, ποίαν τρομεράν βεβήλωσιν έκαμαν στον άγιόν σου τόπον.
4 Βρυχήθηκαν οι αντίπαλοί σου μέσα στο χώρο της λατρείας σου· κι εκεί υψώσαν τις σημαίες τους.

5 Εστησαν τας σημαίας των προς την έξοδον του ναού, επάνω από την πύλην.
5 Έμοιαζαν σα να κράδαιναν τσεκούρια μες στο δάσος.

6 Σαν να ευρίσκοντο εις πυκνόν δάσος δένδρων όλοι μαζή κατέκοψαν με αξίνας τας θύρας της. Με πέλεκυν και με σφήνα οξείαν την κατεθρυμμάτισαν.
6 Και μονομιάς έσπασαν όλα τα ξυλόγλυπτα, χτυπώντας με τσεκούρια και σφυριά.

7 Εβαλαν φωτιά και κατέκαυσαν το θυσιαστήριόν σου, εβεβήλωσαν και έρριψαν κάτω εις την γην εις ερείπια το σκήνωμα του αγίου Ονόματός σου.
7 Πυρπόλησαν το αγιαστήριό σου· ισοπεδώσαν και μολύνανε την κατοικία της ύπαρξής σου.

8 Είπαν από κοινού εις τας καρδίας των αι φυλαί και συγγένειαί των· Ελάτε και ας θέσωμεν οριστικόν τέρμα εις όλας τας εορτάς του Θεού από την γην, ώστε να μη γίνουν ποτέ πλέον.
8 Και σκέφτηκαν: «Όλους ας τους συντρίψουμε μια κι έξω κι ας κάψουμε όλους τους τόπους της λατρείας του Θεού στη χώρα».

9 Είπαν εν συνεχεία· Δεν είδαμε άλλως τε κανένα από τα σημεία και τα θαύματα, με τα οποία λέγουν ότι ο Θεός τους επροστάτευε. Δεν υπάρχει πλέον προφήτης μεταξύ των και δεν θα μάθη ο Θεός των αυτά, τα οποία ημείς πράττομεν!
9 Δε βλέπουμε πια τα σημεία της παρουσίας σου· προφήτης δεν υπάρχει πια κι ούτε κανένας μας γνωρίζει το πόσο θα κρατήσει αυτό.

10 Κυριε και Θεέ, έως πότε θα υβρίζη και θα χλευάζη ο εχθρός μας και θα παροξύνη το Ονομά σου και θα προκαλή τόσον πολύ ο αντίθετός μας την οργήν σου με τας βλασφημίας του;
10 Θεέ, ως πότε θα ονειδίζει ο καταπιεστής; θα χλευάζει ο πολέμιος για πάντα τ’ όνομά σου;

11 Διατί απομακρύνστο προστατευτικόν σου χέρι από ημάς; Και διατί δεν βγάζεις την παντοδύναμον δεξιάν σου από τον κόλπον σου, δια να κτυπήσης οριστικά τους εχθρούς σου;
11 Γιατί απέσυρες τη δύναμή σου και μένεις αδρανής;

12 Και όμως ο Θεός μας είναι ο προαιώνιος βασιλεύς μας. Αυτός επραγματοποίησε κατά τρόπον θαυμαστόν την σωτηρίαν μας φανερά εν μέσω όλης της γης, ώστε να γίνη γνωστή εις όλον τον κόσμον.
12 Αλλά εσύ Θεέ είσαι ο βασιλιάς μας από τότε που υπάρχουμε· εσύ που ενεργείς τη σωτηρία σ’ όλη τη γη.

13 Συ, με την ακατανίκητον δύναμίν σου διέρρηξες την θάλασσαν και εκράτησες ακίνητα εκατέρωθεν τα ύδατά της, δια να διέλθη ο λαός σου. Συ συνέτριψες τας κεφαλάς των δρακόντων, των αρχηγών δηλαδή του αιγυπτιακού στρατού, και έπνιξες αυτούς μαζή με τον στρατόν των εις τα ύδατα.
13 Εσύ, με τη δύναμή σου, διαχώρισες τη θάλασσα· σύντριψες τα κεφάλια των θαλασσινών δρακόντων.

14 Συ συνέτριψες την κεφαλήν του άλλου δράκοντός, του Φαραώ, και παρέδωκες την χώραν του ως λάφυρον στους λαούς των Αιθιόπων.
14 Εσύ τσάκισες του Λεβιάθαν τα κεφάλια· τον έδωσες τροφή στα ζώα της ερήμου.

15 Συ έσπασες βράχους και ανέβλυσαν πηγαί με ύδατα. Συ εξ αντιθέτου εξήρανες τους πλουσίους ποταμούς Ηθάμ και τους εστείρευσες.
15 Εσύ έκανες ν’ αναβρύσουν πηγές και χείμαρροι, εσύ ποτάμια ξέρανες αστείρευτα.

16 Ιδική σου είναι η ημέρα, ιδική σου είναι και η νύκτα. Συ εδημιούργησες το φως και τον ήλιον.
16 Δική σου είναι η μέρα, δική σου και η νύχτα· εσύ έκανες τον ήλιο και τ’ αστέρια.

17 Συ εδημιούργησες όλα τα ωραία πράγματα της φύσεως, συ έπλασες το θέρος και την άνοιξιν.
17 Εσύ στερέωσες όλα τα όρια της γης, καλοκαίρι και χειμώνα, εσύ τα έκανες.

18 Ενθυμησου, Κυριε, τούτο· ότι εχθρός άνθρωπος ύβρισε και εχλεύασε τον Κυριον, και λαός, εξ αιτίας της ασεβείας του άμυαλος, ύβρισε εξοργιστικώς το Ονομά σου.
18 Θυμήσου τούτο: Σε περιγελά, Κύριε, ο εχθρός, κι ένας ανόητος λαός προσβάλλει τ’ όνομά σου.

19 Μη λοιπόν παραδώσης στους θηριώδεις αυτούς ανθρώπους την ζωήν ημών, οι οποίοι σε δοξολογούμεν. Μη λησμονήσης ημάς τους πτωχούς και συντετριμμένους και μη μας αφήσης να καταστραφώμεν τελείως.
19 Στα θηρία μην αφήνεις τη ζωή του αθώου σου, των δύστυχών σου τη ζωή συνέχεια μην ξεχνάς.

20 Ριξε ένα βλέμμα εις την διαθήκην, την οποίαν έχεις κάμει συ με ημάς. Τιμώρησε τους κακούς, διότι όλοι οι απόμεροι και απόκρυφοι τόποι της χώρας μας εγέμισαν από κακοποιούς, έγιναν κρησφύγετα της ανομίας.
20 Επίβλεψε στη διαθήκη σου, επειδή γέμισαν οι σκοτεινές της γης γωνιές εστίες αδικίας.

21 Ας μη γυρίση πίσω ταπεινωμένος και καταντροπιασμένος ο πτωχός λαός σου, ο οποίος σε ικετεύει. Αλλως τε, όχι οι πλούσιοι αλλά οι πτωχοί και οι άποροι, αυτοί θα υμνολογήσουν το όνομά σου.
21 Μην αφήνεις να ντροπιαστεί ο καταπιεσμένος· δώσε ο φτωχός κι ο δύστυχος να υμνούνε τ’ όνομά σου.

22 Σηκω επάνω, ω Θεέ, δίκασε την υποθεσίν σου, που είναι και ιδικόν σου ζήτημα. Ενθυμήσου τους χλευασμούς και τας βλασφημίας, που σου απευθύνουν οι μωροί αυτοί λαοί όλας τας ημέρας της ζωής των.
22 Σήκω, Θεέ, υπερασπίσου το δίκιο σου· θυμήσου πώς σε χλεύαζε όλη μέρα ο ασεβής.

23 Μη λησμονήσης, Κυριε, την φωνήν αυτών, οι οποίοι τώρα σε ικετεύουν. Η αλαζονεία εκείνων, που σε μισούν, εξεπέρασε κάθε όριον, και διαρκώς ανεβαίνει εξοργιστική μέχρις αυτού του ουρανίου θρόνου σου.
23 Μην ξεχνάς τις κραυγές των αντιπάλων σου, το θόρυβο, που ολοένα εντείνεται, αυτών που σε μισούν.