ΨΑΛΜΟΣ 72 – ΟΤΑΝ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΠΩΣ ΟΙ ΚΑΚΟΙ ΣΕ ΟΛΑ ΠΕΤΥΧΑΙΝΟΥΝ

Κάθισμα 10

Ψαλμὸς τῷ Ἀσάφ.

1 Ὡς ἀγαθὸς ὁ Θεὸς τῷ Ἰσραήλ, τοῖς εὐθέσι τῇ καρδίᾳ.

2 ἐμοῦ δὲ παραμικρὸν ἐσαλεύθησαν οἱ πόδες, παρ᾿ ὀλίγον ἐξεχύθη τὰ διαβήματά μου.

3 ὅτι ἐζήλωσα ἐπὶ τοῖς ἀνόμοις εἰρήνην ἁμαρτωλῶν θεωρῶν,

4 ὅτι οὐκ ἔστιν ἀνάνευσις ἐν τῷ θανάτῳ αὐτῶν καὶ στερέωμα ἐν τῇ μάστιγι αὐτῶν·

5 ἐν κόποις ἀνθρώπων οὐκ εἰσὶ καὶ μετὰ ἀνθρώπων οὐ μαστιγωθήσονται.

6 διὰ τοῦτο ἐκράτησεν αὐτοὺς ἡ ὑπερηφανία αὐτῶν, περιεβάλοντο ἀδικίαν καὶ ἀσέβειαν ἑαυτῶν.

7 ἐξελεύσεται ὡς ἐκ στέατος ἡ ἀδικία αὐτῶν, διῆλθον εἰς διάθεσιν καρδίας·

8 διενοήθησαν καὶ ἐλάλησαν ἐν πονηρίᾳ, ἀδικίαν εἰς τὸ ὕψος ἐλάλησαν·

9 ἔθεντο εἰς οὐρανὸν τὸ στόμα αὐτῶν, καὶ ἡ γλῶσσα αὐτῶν διῆλθεν ἐπὶ τῆς γῆς.

10 διὰ τοῦτο ἐπιστρέψει ὁ λαός μου ἐνταῦθα, καὶ ἡμέραι πλήρεις εὑρεθήσονται ἐν αὐτοῖς.

11 καὶ εἶπαν· πῶς ἔγνω ὁ Θεός; καὶ εἰ ἔστι γνῶσις ἐν τῷ Ὑψίστῳ;

12 ἰδοὺ οὗτοι οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ εὐθηνοῦντες· εἰς τὸν αἰῶνα κατέσχον πλούτου.

13 καὶ εἶπα· ἄρα ματαίως ἐδικαίωσα τὴν καρδίαν μου καὶ ἐνιψάμην ἐν ἀθῴοις τὰς χεῖράς μου·

14 καὶ ἐγενόμην μεμαστιγωμένος ὅλην τὴν ἡμέραν, καὶ ὁ ἔλεγχός μου εἰς τὰς πρωΐας.

15 εἰ ἔλεγον· διηγήσομαι οὕτως, ἰδοὺ τῇ γενεᾷ τῶν υἱῶν σου ἠσυνθέτηκα.

16 καὶ ὑπέλαβον τοῦ γνῶναι τοῦτο· κόπος ἐστὶν ἐνώπιόν μου,

17 ἕως εἰσέλθω εἰς τὸ ἁγιαστήριον τοῦ Θεοῦ καὶ συνῶ εἰς τὰ ἔσχατα αὐτῶν.

18 πλὴν διὰ τὰς δολιότητας αὐτῶν ἔθου αὐτοῖς κακά, κατέβαλες αὐτοὺς ἐν τῷ ἐπαρθῆναι.

19 πῶς ἐγένοντο εἰς ἐρήμωσιν ἐξάπινα· ἐξέλιπον, ἀπώλοντο διὰ τὴν ἀνομίαν αὐτῶν.

20 ὡσεὶ ἐνύπνιον ἐξεγειρομένου, Κύριε, ἐν τῇ πόλει σου τὴν εἰκόνα αὐτῶν ἐξουδενώσεις.

21 ὅτι ἐξεκαύθη ἡ καρδία μου, καὶ οἱ νεφροί μου ἠλλοιώθησαν,

22 κἀγὼ ἐξουδενωμένος καὶ οὐκ ἔγνων, κτηνώδης ἐγενόμην παρά σοι.

23 κἀγὼ διαπαντὸς μετὰ σοῦ, ἐκράτησας τῆς χειρὸς τῆς δεξιᾶς μου

24 καὶ ἐν τῇ βουλῇ σου ὡδήγησάς με καὶ μετὰ δόξης προσελάβου με.

25 τί γάρ μοι ὑπάρχει ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ παρὰ σοῦ τί ἠθέλησα ἐπὶ τῆς γῆς;

26 ἐξέλιπεν ἡ καρδία μου καὶ ἡ σάρξ μου, ὁ Θεὸς τῆς καρδίας μου καὶ ἡ μερίς μου ὁ Θεὸς εἰς τὸν αἰῶνα.

27 ὅτι ἰδοὺ οἱ μακρύνοντες ἑαυτοὺς ἀπὸ σοῦ ἀπολοῦνται, ἐξωλόθρευσας πάντα τὸν πορνεύοντα ἀπὸ σοῦ.

28 ἐμοὶ δὲ τὸ προσκολλᾶσθαι τῷ Θεῷ ἀγαθόν ἐστι, τίθεσθαι ἐν τῷ Κυρίῳ τὴν ἐλπίδα μου τοῦ ἐξαγγεῖλαί με πάσας τὰς αἰνέσεις σου ἐν ταῖς πύλαις τῆς θυγατρὸς Σιών.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ προσευχή γιά τό βασιλιᾶ.
α2 Γιά νά ἀποδίδεται ὀρθή δικαιοσύνη.
β Ὅταν εὐτυχοῦν οἱ ἀσεβεῖς καί θλίβονται οἱ δίκαιοι, ἐσύ νά μήν κλονισθεῖς.
γ Γιά νά μετανοήσουν οἱ κακοποιοί ἄνθρωποι.
ε “Ὁ Ψ.οὗτος ἀποβλέπει καί ἰατρεύει ἐκείνους τούς μικροψύχους, ὁπού σκανδαλίζονται διά τά ἀκατάληπτα κρίματα τοῦ Θεοῦ…δηλαδή πῶς ὁ Θεός ὑποφέρει μέν τούς κακούς ἀνθρώπους ὁπού εὐτυχοῦν, παραβλέπει δέ τούς καλούς ἀνθρώπους ὁπού δυστυχοῦν!… “Ἁρμόζει δέ ὁ Ψ. καί εἰς κάθε Χριστιανόν μικρόψυχον, ἐπειδή καί παρατηρεῖ τήν μικροψυχίαν του”.
θ “Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν.

Μετάφραση – Ερμηνεία

Ψαλμὸς τῷ Ἀσάφ.

1 Ποσον αγαθός είναι ο Θεός και πλήρης ευεργεσιών προς τους Ισραηλίτας και μάλιστα εις όσους έχουν καρδίαν ευθείαν και ειλικρινή!
1 Ψαλμός του Ασάφ. Πόσο καλός είν’ ο Θεός για τον Ισραήλ, για όσους έχουν καθαρή καρδιά!

2 Αλλά εις εμέ παρ’ ολίγον να σαλευθούν οι πόδες μου, να κλονισθούν από αμφιβολίαν αι πεποιθήσεις μου. Παρ’ ολίγον αι πορείαι της ζωής μου να είχαν εκκλίνει από την οδόν του Κυρίου.
2 Ωστόσο θα κλονίζονταν, παρά λίγο, τα πόδια μου· λίγο ακόμη και θα γλίστραγαν τα βήματά μου.

3 Διότι κατελήφθην από ζήλειαν και από δυσφορίαν, επειδή έβλεπα την ευημερίαν των αμαρτωλών ανθρώπων.
3 Γιατί τους αλαζόνες ζήλεψα, την ευτυχία βλέποντας των ασεβών.

4 Εβλεπα ότι δεν υπάρχει, μακρά αγωνία και βάσανος κατά τον θάνατόν των και δεν διαρκεί επί πολύ η τυχόν μαστίζουσα αυτούς θλίψις.
4 Αυτοί δεν δοκιμάζουν λύπες! Κι είναι όλο υγεία κι ευεξία το σώμα τους.

5 Αυτοί δεν κοπιάζουν, όπως οι άλλοι άνθρωποι, δια τον πορισμόν των αγαθών της ζωής. Και γενικώς δεν καταθλίβονται, όπως οι άλλοι.
5 Οι μόχθοι των θνητών σ’ εκείνους δεν υπάρχουν· σκληρά δεν τιμωρούνται καθώς οι άλλοι άνθρωποι.

6 Δι’ αυτό και τους κατέλαβεν εξ ολοκλήρου η υπερηφάνειά των. Κατά τρόπον επιδεικτικόν φορούν και φέρουν την αδικίαν προς τους άλλους και την ασέβειαν προς τον Θεόν.
6 Για τούτο στο λαιμό τους σαν περιδέραιο φορούν την έπαρση· και σαν χιτώνας τούς σκεπάζει η αδικία.

7 Η αδικία των θα εξέλθη λιπαρά, πλουσία και μεστωμένη από την διεφθαρμένην των καρδίαν. Εξεπέρασαν κάθε όριον αι πονηραί επιθυμίαι της καρδίας των. Ψαλ. 728 διενοήθησαν καὶ ἐλάλησαν ἐν πονηρίᾳ, ἀδικίαν εἰς τὸ ὕψος ἐλάλησαν·
7 Απ’ την αναισθησία πηγάζει η κακία τους και φαίνονται οι αμαρτωλές επιθυμίες της καρδιάς τους.

8 Εσκέφθησαν και απεφάσισαν πονηοά εναντίον των άλλων ανθρώπων. Διελάλησαν χωρίς εντροπήν μεγαλοφώνως τα κακουργήματά των.
8 Ειρωνεύονται τους άλλους, εγκωμιάζουν το κακό, με αναίδεια μιλάνε κι απειλητικά.

9 Ηνοιξαν το στόμα των και έφθασε μέχρι του ουρανού, δια να υβρίση και αυτόν τον Θεόν. Και από εκεί η γλώσσα των επέρασε επάνω εις την γην εξαπολύουσα συκοφαντίας και ύβρεις.
9 Ως και τους ουρανούς τούς έπιασαν στο στόμα τους, κι η γλώσσα τους τη γη σαρώνει.

10 Δια τούτο ο ισραηλιτικός λαός από το κακόν παράδειγμα εκείνων εγκαταλείπει εμέ και επιστρέφει εδώ, όπου ευρίσκονται αυτοί, παρασυρόμενος από την φαινομενικήν των ευτυχίαν. Φαντάζονται οι σκανδαλισμένοι Ισραηλίται ότι και μεταξύ αυτών θα ανατείλουν έτσι ημέραι ευτυχίας.
10 Για τούτο ξεστρατίζει του Θεού ο λαός και σ’ αυτούς βρίσκει ικανοποίηση η δίψα τους.

11 Και είπαν πολλοί σκανδαλισθέντες από την φαινομενικήν ειδαιμονίαν των ασεβών· άρα γε λαμβάνει γνώσιν ο Θεός αυτών, που συμβαίνουν εις την γην; Και υπάρχει πράγματι γνώσις αυτών στον Υψιστο
11 Και λένε: «Πώς θα το ξέρει ο Θεός;» Κι ακόμη λένε: «Τάχα λαβαίνει γνώση ο Ύψιστος;»

12 Ιδού, ότι αυτοί εδώ είναι αμαρτωλοί και όμως ευτυχούν. Απέκτησαν πλούτον, ο οποίος συνεχώς και αυξάνει εις τα χέρια των.
12 Να, αυτοί είναι οι ασεβείς και οι αιώνια αμέριμνοι: Αυξάνουνε σε δύναμη.

13 Είπα και εγώ παρασυρθείς προς στιγμήν από τας σκέψεις αυτάς· άρά γε ματαίως διετήρησα καθαράν την καρδίαν μου και έχω νίψει τας χείρας μου ως αθώος μεταξύ των αθώων;
13 ‘Aραγε άσκοπα καθάρισα, Κύριε, την καρδιά μου κι έπλυνα τα χέρια μου για να δείξω την αθωότητά μου;

14 Ματαίως υφιστάμην με υπομονήν τας μαστιγώσεις των διαφόρων θλίψεων όλην την ημέραν, και κάθε πρωϊ εξετάζω και ελέγχω τον εαυτόν μου, μήπως έχω πταίσει εις τίποτε, δια να προλάβω ενδεχομένας άλλας πτώσεις.
14 Τιμωρημένος ήμουν κάθε μέρα· και παιδευόμουν τα πρωινά.

15 Εάν έλεγα, ότι θα διηγηθώ αυτούς τους δισταγμούς της ολιγοπιστίας μου, θα εκθέσω τας σκέψεις μου εις την γενεάν των υιών σου, τότε θα ανεδεικνυόμην ασύνετος και αποστάτης, διδάσκαλος του κακού.
15 Αν συλλογιόμουν: «Θα μιλήσω σαν κι αυτούς», τη γενιά τότε των παιδιών σου θα την πρόδινα.

16 Ενόμισα όμως ότι έπρεπε να μελετήσω, δια να κατανοήσω καλώς αυτό το ζήτημα. Η μελέτη όμως αυτή υπήρξε δι’ εμέ κόπος ανωφελής και εξαντλητικός. Λυσιν δεν ευρήκα·
16 Προσπάθησα το θέμα αυτό να το σκεφτώ και να το καταλάβω, αλλά στα μάτια μου φαινόταν πράγμα δύσκολο·

17 μέχρις ότου εισήλθα στον άγιον ναόν του Θεού και εκεί φωτισθείς είδα και εννόησα τα τέλη των αμαρτωλών αυτών ανθρώπων.
17 ωσότου μπήκα στο άγιο του Θεού και κατανόησα ποιο θα είν’ το τέλος τους.

18 Τωρα ευτυχούν, αλλά δια τας δολιότητάς των επεφύλαξες δι’ αυτούς συμφοράς. Θα τους ταπεινώσης, θα συντρίψης την υπερηφάνειάν των.
18 Αχ, τους έβαλες, αλήθεια, σ’ έδαφος ολισθηρό, τους έκανες να πέσουν σε ερείπια.

19 Πως έξαφνα ερημώθηκαν όλοι; Εξηφανίσθησαν, εχάθησαν εξ αιτίας της παρανομίας των.
19 Πώς έγιναν σε μια στιγμή συντρίμμια! Χάθηκαν κι είχαν τέλος τρομερό.

20 Οπως διαλύεται και σβήνει το όνειρον του ανθρώπου που εξυπνά και σηκώνεται, έτσι και συ, Κυριε, εξεμηδένισας εις την πόλιν σου Ιερουσαλήμ την πρόσκαιρον και λαμπράν εμφάνισιν των αμαρτωλών.
20 Σαν τ’ όνειρο που χάνεται στο ξύπνημα, έτσι θα εξαφανίσεις, Κύριε, την εικόνα τους, όταν θα επέμβεις.

21 Προηγουμένως είχε φλογισθή από ζηλοτυπίαν και δυσφορίαν η καρδία μου δια την ευτυχίαν των ασεβών ανθρώπων. Οι νεφροί μου και το εσωτερικόν μου ανεστατώθησαν, ήλλαξαν όψιν.
21 Όσο καιγόταν η καρδιά μου, και στα νεφρά μου πόνοι μ’ έσφαζαν,

22 Κατω από τας σκέψεις αυτάς έγινα και εγώ ένα τίποτε. Δεν εννόησα καθόλου το πρόβλημα τούτο. Ενώπιόν σου έγινα ωσάν ζώον· ωσάν ένα κτήνος κατά τον νουν.
22 ήμουν ανόητος και τίποτα δεν καταλάβαινα· στεκόμουνα μπροστά σου σαν το ζώο.

23 Αλλά εγώ, ως πιστός σου, θα είμαι πάντοτε μαζή σου. Διότι συ με εκράτησες από την δεξιάν μου χείρα, ώστε να μη πέσω.
23 Ωστόσο, εγώ πάντα κοντά σου βρίσκομαι και με κρατάς απ’ το δεξί μου χέρι.

24 Συ, εν τη αγαθή και παντοδυνάμω βουλή σου, με ωδήγησας εις την παρούσαν ζωήν, και με δόξαν θα με παραλάβης εις την άλλην ζωήν.
24 Με τις δικές σου συμβουλές με οδηγείς, κοντά στη δόξα σου με παίρνεις.

25 Διότι τι άλλο άξιον προσοχής και αγάπης υπάρχει στον ουρανόν πλην από σέ; Τι άλλο, πλην από σέ, θα επιθυμούσα εδώ εις την γην;
25 Ποιον άλλον έχω, αν όχι εσένανε, στον ουρανό; Τι άλλο ακόμα να ποθήσω πάνω στη γη αφού έχω εσένα;

26 Η καρδία μου και όλον μου το σώμα έσβησαν από τας ταλαιπωρίας μου. Και όμως ο Θεός είναι και παραμένει ο πόθος της καρδίας μου. Ο Θεός είναι η αναφαίρετος και αιωνία κληρονομία μου.
26 Η σάρκα μου εξαντλήθηκε, το ίδιο κι η καρδιά μου μα της καρδιάς μου βράχος και μερίδα μου, ο Θεός για τους αιώνες θα ‘ναι.

27 Ιδού, αυτοί οι οποίοι απομακρύνονται από σέ, θα καταστραφούν, διότι συ εν τη δικαιοσύνη σου εξωλόθρευσες και θα εξολοθρεύης πάντοτε καθένα που αποστατεί από σέ.
27 Γιατί να, καταστρέφονται όσοι από σένα ξεμακραίνουν· τους εξοντώνεις όλους αυτούς που σου είναι άπιστοι.

28 Εις εμέ ένα μόνον ύψιστον αγαθόν υπάρχει, να προσκολλώμαι στον Θεόν, να αποθέτω την ελπίδα μου στον Κυριον, να κηρύττω και να διαλαλώ όλους τους αίνους σου και τας ευχαριστίας μου δια τας ευεργεσίας σου ενώπιον πλήθους λαού εις τας πύλας της κόρης σου, της Ιερουσαλήμ.
28 Αλλά εγώ, να προσηλώνομαι στο Θεό, αυτή ‘ναι η ευτυχία μου· την ελπίδα μου απόθεσα στον Κύριο και Θεό, όλα για να εξιστορώ τα θαυμαστά σου τα έργα.