ΨΑΛΜΟΣ 68 – Η ΟΛΟΨΥΧΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΝΑΟ ΣΟΥ

Κάθισμα 9

1 Εἰς τὸ τέλος· ὑπὲρ τῶν ἀλλοιωθησομένων· Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

2 Σῶσόν με, ὁ Θεός, ὅτι εἰσήλθοσαν ὕδατα ἕως ψυχῆς μου.

3 ἐνεπάγην εἰς ἰλὺν βυθοῦ, καὶ οὐκ ἔστιν ὑπόστασις· ἦλθον εἰς τὰ βάθη τῆς θαλάσσης καὶ καταιγὶς κατεπόντισέ με.

4 ἐκοπίασα κράζων, ἐβραγχίασεν ὁ λάρυγξ μου, ἐξέλιπον οἱ ὀφθαλμοί μου ἀπὸ τοῦ ἐλπίζειν με ἐπὶ τὸν Θεόν μου.

5 ἐπληθύνθησαν ὑπὲρ τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς μου οἱ μισοῦντές με δωρεάν, ἐκραταιώθησαν οἱ ἐχθροί μου οἱ ἐκδιώκοντές με ἀδίκως· ἃ οὐχ ἥρπαζον, τότε ἀπετίννυον.

6 ὁ Θεός, σὺ ἔγνως τὴν ἀφροσύνην μου καὶ αἱ πλημμέλειαί μου ἀπὸ σοῦ οὐκ ἀπεκρύβησαν.

7 μὴ αἰσχυνθείησαν ἐπ᾿ ἐμὲ οἱ ὑπομένοντές σε, Κύριε, Κύριε τῶν δυνάμεων, μηδὲ ἐντραπείησον ἐπ᾿ ἐμὲ οἱ ζητοῦντές σε, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ,

8 ὅτι ἕνεκά σου ὑπήνεγκα ὀνειδισμόν, ἐκάλυψεν ἐντροπὴ τὸ πρόσωπόν μου.

9 ἀπηλλοτριωμένος ἐγενήθην τοῖς ἀδελφοῖς μου καὶ ξένος τοῖς υἱοῖς τῆς μητρός μου,

10 ὅτι ὁ ζῆλος τοῦ οἴκου σου κατέφαγέ με, καὶ οἱ ὀνειδισμοὶ τῶν ὀνειδιζόντων σε ἐπέπεσον ἐπ᾿ ἐμέ.

11 καὶ συνεκάλυψα ἐν νηστείᾳ τὴν ψυχήν μου, καὶ ἐγενήθη εἰς ὀνειδισμοὺς ἐμοί·

12 καὶ ἐθέμην τὸ ἔνδυμά μου σάκκον, καὶ ἐγενόμην αὐτοῖς εἰς παραβολήν.

13 κατ᾿ ἐμοῦ ἠδολέσχουν οἱ καθήμενοι ἐν πύλαις, καὶ εἰς ἐμὲ ἔψαλλον οἱ πίνοντες οἶνον.

14 ἐγὼ δὲ τῇ προσευχῇ μου πρὸς σέ, Κύριε· καιρὸς εὐδοκίας, ὁ Θεός, ἐν τῷ πλήθει τοῦ ἐλέους σου· ἐπάκουσόν μου, ἐν ἀληθείᾳ τῆς σωτηρίας σου.

15 σῶσόν με ἀπὸ πηλοῦ, ἵνα μὴ ἐμπαγῶ· ῥυσθείην ἐκ τῶν μισούντων με καὶ ἐκ τῶν βαθέων τῶν ὑδάτων.

16 μή με καταποντισάτω καταιγὶς ὕδατος, μηδὲ καταπιέτω με βυθός, μηδὲ συσχέτω ἐπ᾿ ἐμὲ φρέαρ τὸ στόμα αὐτοῦ.

17 εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ὅτι χρηστὸν τὸ ἔλεός σου· κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐπίβλεψον ἐπ᾿ ἐμέ.

18 μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι, ταχὺ ἐπάκουσόν μου.

19 πρόσχες τῇ ψυχῇ μου καὶ λύτρωσαι αὐτήν, ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν μου ῥῦσαί με.

20 σὺ γὰρ γινώσκεις τὸν ὀνειδισμόν μου καὶ τὴν αἰσχύνην μου καὶ τὴν ἐντροπήν μου· ἐναντίον σου πάντες οἱ θλίβοντές με.

21 ὀνειδισμὸν προσεδόκησεν ἡ ψυχή μου καὶ ταλαιπωρίαν, καὶ ὑπέμεινα συλλυπούμενον, καὶ οὐχ ὑπῆρξε, καὶ παρακαλοῦντας, καὶ οὐχ εὗρον.

22 καὶ ἔδωκαν εἰς τὸ βρῶμά μου χολὴν καὶ εἰς τὴν δίψαν μου ἐπότισάν με ὄξος.

23 γενηθήτω ἡ τράπεζα αὐτῶν ἐνώπιον αὐτῶν εἰς παγίδα καὶ εἰς ἀνταπόδοσιν καὶ εἰς σκάνδαλον.

24 σκοτισθήτωσαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν τοῦ μὴ βλέπειν, καὶ τὸν νῶτον αὐτῶν διαπαντὸς σύγκαμψον.

25 ἔκχεον ἐπ᾿ αὐτοὺς τὴν ὀργήν σου, καὶ ὁ θυμὸς τῆς ὀργῆς σου καταλάβοι αὐτούς.

26 γενηθήτω ἡ ἔπαυλις αὐτῶν ἠρημωμένη, καὶ ἐν τοῖς σκηνώμασιν αὐτῶν μὴ ἔστω ὁ κατοικῶν·

27 ὅτι ὃν σὺ ἐπάταξας, αὐτοὶ κατεδίωξαν, καὶ ἐπὶ τὸ ἄλγος τῶν τραυμάτων μου προσέθηκαν.

28 πρόσθες ἀνομίαν ἐπὶ τῇ ἀνομίᾳ αὐτῶν, καὶ μὴ εἰσελθέτωσαν ἐν δικαιοσύνῃ σου·

29 ἐξαλειφθήτωσαν ἐκ βίβλου ζώντων καὶ μετὰ δικαίων μὴ γραφήτωσαν.

30 πτωχὸς καὶ ἀλγῶν εἰμι ἐγώ· ἡ σωτηρία σου, ὁ Θεός, ἀντιλάβοιτό μου.

31 αἰνέσω τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μου μετ᾿ ᾠδῆς, μεγαλυνῶ αὐτὸν ἐν αἰνέσει,

32 καὶ ἀρέσει τῷ Θεῷ ὑπὲρ μόσχον νέον κέρατα ἐκφέροντα καὶ ὁπλάς.

33 ἰδέτωσαν πτωχοὶ καὶ εὐφρανθήτωσαν· ἐκζητήσατε τὸν Θεόν, καὶ ζήσεται ἡ ψυχὴ ὑμῶν,

34 ὅτι εἰσήκουσε τῶν πενήτων ὁ Κύριος καὶ τοὺς πεπεδημένους αὐτοῦ οὐκ ἐξουδένωσεν.

35 αἰνεσάτωσαν αὐτὸν οἱ οὐρανοὶ καὶ ἡ γῆ, θάλασσα καὶ πάντα τὰ ἕρποντα ἐν αὐτῇ.

36 ὅτι ὁ Θεὸς σώσει τὴν Σιών, καὶ οἰκοδομηθήσονται αἱ πόλεις τῆς Ἰουδαίας, καὶ κατοικήσουσιν ἐκεῖ καὶ κληρονομήσουσιν αὐτήν·

37 καὶ τὸ σπέρμα τῶν δούλων αὐτοῦ καθέξουσιν αὐτήν, καὶ οἱ ἀγαπῶντες τὸ ὄνομά σου κατασκηνώσουσιν ἐν αὐτῇ.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Τό θριαμβευτικό τραγοῦδι τοῦ Ἰσρήλ.
α2 Γιά νά νικήση ὁ στρατός τούς ἐχθρούς μας.
γ Ὅταν γίνονται θεομηνίες καί πλημμυρίζουν τά ποτάμια καί παρασέρνουν σπίτια καί ἀνθρώπους.
ε “Ἁρμόζει δέ ὁ Ψ. καί εἰς κάθε Χριστιανόν, ὁπού πολεμεῖται τόσον κατά τό σῶμα, ὅσον καί κατά τήν ψυχήν”.
θ “Ἐν καταστάσει βαθυμίας, θλίψεως, κατηφείας, μελαγχολίας.

Μετάφραση – Ερμηνεία

1 –
1 Στον πρωτοψάλτη· όπως το «Σοσανίμ» (τα Κρίνα). Του Δαβίδ.

2 Σώσε με, ω Θεέ μου. Τα κύματα των θλίψεων κατακλύζουν την ψυχήν μου. Απειλούν και αυτήν ακόμη την ζωήν μου.
2 Σώσε με, Θεέ· γιατί φτάσανε ως το στόμα μου τα νερά.

3 Εχω χωθή εις λάσπην βυθού, κάτω από την οποίαν δεν υπάρχει στερεός πυθμήν. Ομοιάζω ως εάν έχω βυθισθή εις τα βάθη της θαλάσσης, ως εάν φοβερά καταιγίς με κατεπόντισεν στο πέλαγος.
3 Βυθίστηκα βαθιά στη λάσπη και δεν υπάρχει στήριγμα· μπήκα στα βάθη των νερών κι η πλημμύρα με σκέπασε.

4 Απέκαμα να φωνάζω προς σε δυνατά. Ο λάρυγξ μου εβράχνιασε, τα μάτια μου, προσηλωμένα προς σε τον Θεόν μου, έχασαν το φως των, διότι έχασαν την ελπίδα βοηθείας.
4 Κουράστηκα φωνάζοντας, ξεράθηκε ο λάρυγγάς μου, τα μάτια μου σβηστήκανε, προσμένοντας εσένα, Θεέ μου.

5 Εκείνοι, που με μισούν χωρίς καμμίαν αιτίαν και αφορμήν, επληθύνθησαν περισσότερον από τας τρίχας της κεφαλής μου. Εγιναν πολύ ισχυροί οι εχθροί μου· αυτοί, οι οποίοι με καταδιώκουν αδίκως και αδικαιολογήτως. Με τας διαβολάς και τας συκοφαντίας των επλήρωσα πράγματα, τα οποία εγώ ποτέ δεν είχα αρπάσει.
5 Πιότεροι απ’ τα μαλλιά της κεφαλής μου γίναν’ αυτοί που αναίτια με μισούν, πήραν ισχύ όσοι γυρεύουν το χαμό μου κι εχθροί μου είναι άδικα· ζητούν να επιστρέψω εκείνο που δεν άρπαξα.

6 Συ, ω Θεέ μου, γνωρίζεις τας άλλας απερισκεψίας μου. Και τα πλημμελήματά μου δεν είναι κρυμμένα από τα μάτια σου. Γνωρίζεις όμως επίσης, ότι ποτέ δεν έχασα τον σεβασμόν μου προς σέ.
6 Θεέ, ξέρεις εσύ την αφροσύνη μου· κι η ενοχή μου δε σου είναι κρυφή.

7 Ας μη κατεντροπιασθούν εξ αιτίας μου εκείνοι, οι οποίοι με μεγάλην υπομονήν περιμένουν την προστασίαν σου, ω Κυριε, Κυριε των αγγελικών δυνάμεων του ουρανού. Οταν με βλέπουν αβοήθητον και εγκαταλελειμμένον, ας μη εντροπιασθούν εκείνοι, οι οποίοι ζητούν βοήθειαν από σέ, ω Θεέ του Ισραήλ.
7 Ας μη γίνω αφορμή ντροπή να νιώσουν όσοι σ’ εσένα ελπίζουνε, Κύριε, του σύμπαντος Θεέ, κι ας μη γίνω αφορμή ν’ απογοητευτούν αυτοί που σε γυρεύουνε, Θεέ του Ισραήλ.

8 Μη με εγκαταλείψης Κυριε, διότι εγώ προς χάριν σου υπομένω εμπαιγμούς και ύβρεις. Το πρόσωπόν μου επλημμύρισεν από εντροπήν, έγινε κατακόκκινον.
8 Για χάρη σου υπέφερα τον εξευτελισμό· σκέπασε η ντροπή το πρόσωπό μου.

9 Ξένος και αγνώριστος κατήντησα μεταξύ των αδελφών μου. Αγνωστος και ξένος και εις αυτούς ακόμη τους ομομητρίους αδελφούς μου.
9 Αποξενώθηκα απ’ τ’ αδέρφια μου· κι αλλοφερμένος έγινα για της μητέρας μου τους γιους.

10 Πασχω δε όλα αυτά, διότι ο φλογερός ζήλος υπέρ του ναού σου ως πυρ με έχει καταφλέξει· Αι αναίσχυντοι ύβρεις, αι οποίαι εκτοξεύονται εναντίον σου από τους ασεβείς ανθρώπους, πίπτουν όλαι βαρείαι επάνω μου.
10 Γιατί η φλογερή αγάπη για το ναό σου με κατέφαγε· κι οι εξευτελισμοί πέσαν απάνω μου εκείνων που με βρίζουν.

11 Δια την ασέβειάν των αυτήν επόνεσα βαθύτατα. Εταπείνωσα με ασιτίαν την ζωήν μου και αντί το πένθος μου δι’ αυτούς να τους συγκινήση, εγινεν εξ αντιθέτου αιτία ονειδισμών εναντίον μου.
11 Με τη νηστεία συγκράτησα την οργή της ψυχής μου, κι αυτοί με χλεύασαν.

12 Αντί του συνήθους ενδύματος εφόρεσα τρίχινον σάκκον θλίψεως και μετανοίας. Κατήντησα δι’ αυτούς παροιμιώδες πρόσωπον διακωμωδήσεως και ύβρεων.
12 Όταν τη συντριβή μου έδειξα φορώντας ρούχα πένθιμα μετάνοιας, αυτοί με περιγέλασαν.

13 Εναντίον μου εφλυαρούσαν οι αργόσχολοι προ των πυλών των τειχών. Και εις βάρος μου ετραγουδούσαν οι μέθυσοι πίνοντες τον οίνον.
13 Για μένα κουβεντιάζουν αυτοί που κάθονται στην είσοδο της πόλης, και τραγουδούν σε βάρος μου, εκείνοι που τα πίνουν.

14 Εγώ όμως, Κυριε, και τότε δια της προσευχής μου είχα στραφή προς σέ. Είναι πλέον καιρός να δείξης προς εμέ την ευδοκίαν σου, Θεέ μου, σύμφωνα με το άπειρον έλεός σου. Καμε δεκτήν την προσευχήν μου σύμφωνα με τας αληθείς υποσχέσεις σου περί της σωτηρίας των δούλων σου.
14 Αλλά εγώ προσεύχομαι σ’ εσένα, Κύριε, την ώρα την κατάλληλη· Θεέ, με την πολλή ευσπλαχνία σου απάντησέ μου, με την αλήθεια σου δώσε τη σωτηρία μου.

15 Σώσε με από την λάσπην, εις την οποίαν ευρίσκομαι, δια να μη βυθισθώ εξ ολοκλήρου. Γλύτωσέ με από τους εχθρούς, που με μισούν. Βγάλε με από τα βαθειά ύδατα των θλίψεων, που με έχουν κοπαπλημμυρίσει.
15 Τράβηξέ με απ’ το βούρκο ώστε να μη βουλιάξω· σώσε με απ’ τους εχθρούς μου κι απ’ των νερών τα βάθη.

16 Ας μη με καταποντίση νεροποντή καταιγίδος. Ας μη με καταπίη ο βυθός της θαλάσσης, ας μη κλείση επάνω μου το στόμιον του φρέατος των θλίψεών μου και χαθώ οριστικώς.
16 Ας μη με κατακλύσει η πλημμύρα των υδάτων, κι ας μη με καταπιεί, ο βυθός· κι ας μην κλείσει του τάφου το στόμα πάνω μου.

17 Ακουσε, Κυριε, και κάμε δεκτήν την προσευχήν μου, διότι είναι αγαθόν και ευεργετικόν το έλεός σου προς πάντας. Συμφωνα με την άπειρον ευσπλαγχνίαν σου ρίψε ένα στοργικόν βλέμμα εις εμέ.
17 Απάντησέ μου, Κύριε, γιατί είν’ η αγάπη σου καλή· νοιάσου με όπως ταιριάζει στην ευσπλαχνία σου την πολλή.

18 Μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου από εμέ τον δούλον σου, διότι θλίβομαι πάρα πολύ. Συντομα, Κυριε, άκουσε την προσευχήν μου.
18 Και μην κρύψεις την παρουσία σου απ’ το δούλο σου· επειδή βρίσκομαι σε θλίψη, γρήγορα αποκρίσου μου.

19 Δώσε προσοχήν εις τας ικεσίας μου και εις την θλίψιν της ψυχής μου και σπεύσε να με γλυτώσης. Ενεκα των εχθρών μου, δια να μη καυχώνται και αποθρασύνωνται αυτοί, σώσε μέ.
19 Σίμωσε την ψυχή μου, λύτρωσέ την· αφού έχω εχθρούς, απάλλαξέ με.

20 Γρήγορα έλα εις βοήθειάν μου, Κυριε, διότι συ γνωρίζστους εμπαιγμούς των, που εξαπολύουν εναντίον μου, την αισχυνην και την εντροπήν μου εξ αιτίας των. Ενώπιόν σου, Κυριε, ευρίσκονται όλοι αυτοί που με θλίβουν και των οποίων η κακία δέν σου διαφεύγει.
20 Ξέρεις εσύ το διασυρμό μου, τον εξευτελισμό μου, την ντροπή μου· βλέπεις όλους τους καταπιεστές μου.

21 Οπου και αν στραφή η πονεμένη μου ψυχή, δεν περιμένει τίποτε άλλο παρά ύβρεις και ταλαιπωρίαν. Επερίμενα να ευρεθή κάποιος, να με συμπονέση και κανείς δεν παρουσιάσθηκε. Ανεζήτησα κάποιον να με παρηγορήση, και δεν ευρήκα κανένα.
21 Σύντριψε την καρδιά μου ο χλευασμός κι είναι απελπισμένη· έλπισα ότι θα βρω κάποιον να με συμμεριστεί αλλά μάταια· και παρηγορητές, αλλά δε βρήκα.

22 Οταν δε επείνασα μου έδωκαν αντί φαγητού χολήν, και όταν εδίψησα, μου έδωκαν να πιώ ξίδι.
22 Και μου ‘δωσαν χολή στο φαγητό μου κι όταν διψούσα με ποτίζαν ξύδι.

23 Η πλουσία τράπεζά των, που απολαμβάνουν τα αγαθά της ζωής, είθε να μετατραπή εις παγίδα ενώπιόν των. Να γίνη τιμωρία και ανταπόδοσις δια τα κακά, τα οποία μου κάνουν. Πρόσκομμα, δια να σκοντάψουν και πέσουν.
23 Παγίδα ας γίνουν τα τραπέζια τους μπροστά τους· και δόκανο για τους συνδαιτημόνες τους τα φαγητά απ’ τις ειρηνικές θυσίες τους.

24 Ας σκοτισθούν τα μάτια των μέχρι σημείου, ώστε να μη βλέπουν. Κυρτωσε την ράχιν των δια παντός, ώστε να μένουν ανήμποροι και συντετριμμένοι.
24 Τα μάτια τους ας σκοτεινιάσουν να μη βλέπουν· και δίπλωσε τη μέση τους για πάντα.

25 Χύσε επάνω των, σαν ποτάμι, ολόκληρον την οργήν σου, και ο θυμός της μεγάλη αγανακτήσεώς σου είθε να τους καταλάβη.
25 ‘Aδειασε την οργή σου πάνω τους· κι ο άγριος θυμός σου ας τους βρει.

26 Ας γίνη το περιποιημένον αγρόκτημά των έρημον και εις τας κατοικίας των ας μην υπάρξη κανείς απόγονός των, που να κατοικήση.
26 Ας γίνει η κατασκήνωσή τους έρημη· και στις σκηνές τους ψυχή ας μην καθίσει.

27 Διότι εκείνον, τον οποίον συ επέτρεψες θλίψεις και οδυνηράς μαστιγώσεις, αντί να τον συμπονέσουν, τον κατεδίωξαν και στον δριμύν πόνον των τραυμάτων μου προσέθεσαν άλλον πόνον.
27 Γιατί αυτόν που χτύπησες εσύ, τον καταδίωξαν· και στον πόνο εκεινών που τους πλήγωσες πρόσθεσαν κι άλλον.

28 Εγκατάλειψέ τους, ώστε να περιπίπτουν από αμαρτίας εις αμαρτίαν, δια να μη εισέλθουν στον δρόμον της μετανοίας και εύρουν δικαίωσιν ενώπιόν σου.
28 Λογάριασε όλα τους τ’ αμαρτήματα κι ας μην έχουν σ’ εσένα πέραση για δίκαιοι.

29 Ας σβησθούν εξ όλοκλήρου τα ονόματά των από το βιβλίον των σωζομένων εις ζωήν αιώνιον και ας καταγραφούν με τα ονόματα των δικαίων.
29 Απ’ το βιβλίο των ζώντων ας σβηστούν· και με τους δίκαιους ας μην καταγραφούν.

30 Εγώ είμαι πτωχός και αβοήθητος γεμάτος πόνους και οδύνας. Η σωτηρία σου, ω Θεέ μου, είθε να με στηρίξη και με βοηθήση.
30 Αλλά εγώ ‘μαι αδύνατος και πονεμένος· η σωτηρία σου, Θεέ, ας με προστατέψει.

31 Τοτε εγώ γεμάτος ευγνωμοσύνην θα υμνολογήσω το όνομα του Θεού μου με ωδήν. Θα διαλαλήσω το μεγαλείον του με αίνεσιν δοξολογίας.
31 Θα εξυμνήσω τ’ όνομα του Θεού μου με τραγούδι· με την ευχαριστία θα τον δοξάσω.

32 Και η ευγνώμων αυτή δοξολογία και λατρεία μου θα αρέση στον Θεόν περισσότερον από την θυσίαν μόσχου αρτιμελούς, του οποίου μόλις έχουν αρχίσει να φυτρώνουν τα κέρατα και αι οπλαί στους πόδας του.
32 Κι αυτό μπροστά στον Κύριο θα ‘ναι καλύτερο από θυσία βοδιού και μοσχαριού, με κέρατα και οπλές.

33 Ας ίδουν την θαυμαστήν λύτρωσίν μου οι πονεμένοι και οι ταιπεινοί του κόσμου και ας ευφρανθούν με την πεποίθησιν ότι ο Θεός προστατεύει τους ιδικούς του. Ζητήσατε με όλην σας την καρδίαν τον Θεόν και θα αναζωογονηθήτε.
33 Οι ταπεινοί κοιτάξτε και χαρείτε! Σεις που ζητάτε το Θεό ας πάρει θάρρος η καρδιά σας!

34 Διότι ο Κυριος ακούει και κάνει δεκτάς τας προσευχάς των πτωχών και δεν καταφρονεί τους αλυσοδεμένους αιχμαλώτους του λαού του.
34 ‘Aκουσε ο Κύριος τους φτωχούς· και τους φυλακισμένους του δεν καταφρόνεσε.

35 Ας δοξολογήσουν οι ουρανοί και η γη τον Θεόν, η θάλασσα και όλα όσα υπάρχουν εις αυτήν και διασχίζουν τα νερά της.
35 Ας τον υμνήσουν οι ουρανοί κι η γη, τα ύδατα κι όσα κινούνται μες σ’ αυτά.

36 Διότι ο Θεός θα σώση την πόλιν Σιών και θα ανοικοδομηθούν αι πόλεις της Ιουδαίας και θα κατοικήσουν εις αυτας ως εις μόνιμον και οριστικήν των κληρονομίαν οι Ισραηλίται.
36 Τη σώζει τη Σιών ο Θεός κι οικοδομεί τις πόλεις του Ιούδα· και θα γυρίσουν εκεί για να ζήσουν μόνιμα.

37 Και οι απόγονοι των δούλων σου αυτών θα συνεχίσουν να κατέχουν την γην αυτήν. Εκείνοι που αγαπούν το Ονομά σου, θα στήσουν μονίμως τας κατοικίας των εις την ιεράν γην της Επαγγελίας.
37 Οι απόγονοι των δούλων του θα την κληρονομήσουν· σ’ αυτήν θα κατοικούν εκείνοι που τ’ όνομά του αγαπούν.