ΨΑΛΜΟΣ 65 – ΥΜΝΟΣ ΣΤΟ ΘΕΟ ΤΟΝ ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΗ

Κάθισμα 9

Εἰς τὸ τέλος· ᾠδὴ ψαλμοῦ· ἀναστάσεως.

1 Ἀλαλάξατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ,

2 ψάλατε δὴ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ. δότε δόξαν αἰνέσει αὐτοῦ.

3 εἴπατε τῷ Θεῷ· ὡς φοβερὰ τὰ ἔργα σου· ἐν τῷ πλήθει τῆς δυνάμεώς σου ψεύσονταί σε οἱ ἐχθροί σου.

4 πᾶσα ἡ γῆ προσκυνησάτωσάν σοι καὶ ψαλάτωσάν σοι, ψαλάτωσαν τῷ ὀνόματί σου, Ὕψιστε. (διάψαλμα).

5 δεῦτε καὶ ἴδετε τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ· ὡς φοβερὸς ἐν βουλαῖς ὑπὲρ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων,

6 ὁ μεταστρέφων τὴν θάλασσαν εἰς ξηράν, ἐν ποταμῷ διελεύσονται ποδί. ἐκεῖ εὐφρανθησόμεθα ἐπ᾿ αὐτῷ,

7 τῷ δεσπόζοντι ἐν τῇ δυναστείᾳ αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος. οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ἐπὶ τὰ ἔθνη ἐπιβλέπουσιν, οἱ παραπικραίνοντες μὴ ὑψούσθωσαν ἐν ἑαυτοῖς. (διάψαλμα).

8 εὐλογεῖτε, ἔθνη, τὸν Θεὸν ἡμῶν καὶ ἀκουτίσασθε τὴν φωνὴν τῆς αἰνέσεως αὐτοῦ,

9 τοῦ θεμένου τὴν ψυχήν μου εἰς ζωήν, καὶ μὴ δόντος εἰς σάλον τοὺς πόδας μου.

10 ὅτι ἐδοκίμασας ἡμᾶς, ὁ Θεός, ἐπύρωσας ἡμᾶς, ὡς πυροῦται τὸ ἀργύριον·

11 εἰσήγαγες ἡμᾶς εἰς τὴν παγίδα, ἔθου θλίψεις ἐπὶ τὸν νῶτον ἡμῶν.

12 ἐπεβίβασας ἀνθρώπους ἐπὶ τὰς κεφαλὰς ἡμῶν, διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν.

13 εἰσελεύσομαι εἰς τὸν οἶκόν σου ἐν ὁλοκαυτώμασιν, ἀποδώσω σοι τὰς εὐχάς μου,

14 ἃς διέστειλε τὰ χείλη μου καὶ ἐλάλησε τὸ στόμα μου ἐν τῇ θλίψει μου·

15 ὁλοκαυτώματα μεμυελωμένα ἀνοίσω σοι μετὰ θυμιάματος καὶ κριῶν, ἀνοίσω σοι βόας μετὰ χιμάρων. (διάψαλμα).

16 δεῦτε ἀκούσατε, καὶ διηγήσομαι ὑμῖν, πάντες οἱ φοβούμενοι τὸν Θεόν, ὅσα ἐποίησε τῇ ψυχῇ μου.

17 πρὸς αὐτὸν τῷ στόματί μου ἐκέκραξα καὶ ὕψωσα ὑπὸ τὴν γλῶσσάν μου.

18 ἀδικίαν εἰ ἐθεώρουν ἐν καρδίᾳ μου, μὴ εἰσακουσάτω μου Κύριος.

19 διὰ τοῦτο εἰσήκουσέ μου ὁ Θεός, προσέσχε τῇ φωνῇ τῆς δεήσεώς μου.

20 εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὃς οὐκ ἀπέστησε τὴν προσευχήν μου καὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἀπ᾿ ἐμοῦ.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὕμνος εὐχαριστίας.
α2 Γιά νά πᾶνε καλά τά σπαρτά.
β Περί ἀναστάσεως.
γ Γιά νά μή φέρη αναποδιές ὁ πονηρός στά σπίτια καί θλί βει τίς οἰκογένειες.
ε “Ἁρμόζει δέ ὁ Ψ. καί εἰς κάθε Χριστιανόν, ὁπού μεθίσταται καί μεταβαίνει ἀπό τήν ἁμαρτίαν (εἰς τήν ὁποίαν ἔπεσε κτυπηθείς ἀπό τάς σαΐτας τῶν παθῶν καί σκλαβωθείς ὑπό τῶν δαιμόνων) καί ἔρχεται εἰς τήν μετάνοιαν καί τήν ἀρετήν”.
θ “Εὐχαριστία πρός τόν Θεόν τόν ἰσχυρόν, τόν βοηθόν καί σώζοντα”.

Μετάφραση – Ερμηνεία

Εἰς τὸ τέλος· ᾠδὴ ψαλμοῦ· ἀναστάσεως.

1 Αλαλάξατε με ιερόν ενθουσιασμόν προς δόξαν του Κυρίου, οι κατοικούντες όλην την γην.
1 Στον πρωτοψάλτη· άσμα, ψαλμός. Υμνήστε το Θεό με αλαλαγμούς όλης της γης οι άνθρωποι!

2 Δοξάσατε και τα υμνολογήσατε αυτόν.
2 Ψάλτε τη δόξα του ονόματός του· προσφέρτε του ύμνο έξοχο!

3 Είπατε προς τον Θεόν με ύμνους· Ποσον θαυμαστά και φοβερά είναι τα έργα σου, δια την σωτηρίαν μας, Κυριε! Εμπρός εις την άπειρον δύναμίν σου θα καταληφθούν από φόβον οι εχθροί σου, θα ταπεινωθούν και θα υποταχθούν, χωρίς και να το θέλουν, προς σέ.
3 Πέστε στο Θεό «Τι φοβερά τα έργα σου! Τόσο τρομαχτική είναι η δύναμή σου που οι εχθροί σου σκύβουνε μπρος σου υποταχτικά.

4 Ολοι οι άνθρωποι, που κατοικούν την γην, ας προσκυνήσουν και ας δοξολογήσουν σε τον παντοδύναμον Θεόν. Ας ψάλλουν ύμνους με μουσικά όργανα προς δόξαν του Ονόματός σου.
4 Σε προσκυνάει όλη η γη, ύμνους σου ψέλνουν· τ’ όνομά σου δοξολογούν». (Διάψαλμα)

5 Ελάτε και ίδετε τα καταπληκτικά έργα του Θεού. Ποσον φοβερός και άφθαστος είναι ο Θεός εις τας σκέψεις και τας αποφάσστου! Απείρως ανώτερος από όλους μαζή τους ανθρώπους.
5 Ελάτε για να δείτε τα έργα του Θεού· ενέργειες θαυμαστές για τους ανθρώπους.

6 Αυτός, ο οποίος μεταστρέφει την θάλασσαν εις ξηράν, όπως έκαμεν εις την Ερυθράν Θαλασσαν. Εστέγνωσε τον Ιορδάνην ποταμόν και επερασαν με τα πόδια των οι πρόγονοί μας. Αναλογιζόμενοι τα καταπληκτικά θαύματα εις προστασίαν των προγόνων μας θα χαρώμεν δια τον Κυριον.
6 Τη θάλασσα την έκανε στεριά, με στεγνά πόδια διασχίσαν το ποτάμι· εκεί χαρήκαμε γι’ αυτό που έκανε.

7 Δι’ αυτόν, ο οποίος κυριαρχεί με την ακατανίκητον δύναμίν του εις όλους τους αιώνας. Τα μάτια του παρακολουθούν και βλέπουν όλους τους ανθρώπους όλων των εθνών. Σεις δε οι αποστάται, οι οποίοι με τα αμαρτωλά σας έργα πικραίνετε τον Κυριον, μη υψηλοφρονήτε.
7 Δεσπόζει με τη δύναμή του αιώνια, τα μάτια του επιτηρούνε τους λαούς· δε θα τολμήσουν οι αντάρτες να του αντισταθούν. (Διάψαλμα)

8 Δοξολογήστε τα έθνη τον Θεόν μας, με βοήν ισχυράν. Καμετε ακουστήν την φωνήν της δοξολογίας σας προς αυτόν,
8 Λαοί, ευλογείτε το Θεό μας· κι ας αντηχήσει ο ύμνος του.

9 ο οποίος ελύτρωσεν εμέ και τον λαόν μου από θανάσιμον κίνδυνον και μας επανέφερεν εις την ζωήν. Δεν επέτρεψε να σαλευθούν οι πόδες μου και να πέσω.
9 Αυτόν που δίνει στις ψυχές μας τη ζωή· και δε μας άφησε να κλονιστούμε.

10 Διότι μας εδοκίμασες, ω Θεέ. Μας έρριψες εις την κάμινον του πυρός, του πόνου και των θλίψεων, αλλά και μας εκαθάρισες, όπως δια του πυρός καθαρίζεται ο άργυρος.
10 Μας πέρασες από δοκιμασία, Θεέ, από το χωνευτήρι της φωτιάς, έτσι όπως καθαρίζουνε το ασήμι.

11 Επέτρεψες να πέσωμεν εις την παγίδα των εχθρών μας και να γίνωψεν δούλοι. Εφόρτωσες επάνω εις την ράχιν μας φορτίον θλίψεων.
11 Μας έφερες μες στην παγίδα για να πέσουμε, έβαλες φόρτωμα βαρύ πάνω στη μέση μας.

12 Αφήκες να καθήσουν βαρείς επάνω από τα κεφάλια μας οι εχθροί μας. Επεράσαμεν δια μέσου πολλών και βαρειών θλίψεων, ωσάν δια μέσου πυρακτωμένης καμίνου, και δια μέσου υδάτων κατακλυσμού. Τελικώς όμως συ μας έβγαλες εις τόπον ανέσεως και αναψυχής.
12 ‘Aφησες να καθίσουν άνθρωποι απάνω στο κεφάλι μας, περάσαμε από φωτιά κι από νερό· και μας οδήγησες στην άνεση.

13 Θα έλθω στον ναόν σου με ολοκαυτώματα, θα αποδώσω εις σε και θα εκπληρώσω εκεί όλα τα τάματά μου,
13 Θα φέρω στο ναό σου ολοκαυτώματα, θα εκπληρώσω ό,τι σου ‘χα τάξει,

14 όσα τα πικραμμένα χείλη μου μισοάνοιξη και έταξαν, όσα είπε και υπεσχέθη το στόμα μου κατά το διάστημα των θλίψεών μου.
14 όσα ψιθύρισαν τα χείλη μου κι είπε το στόμα μου στης θλίψης μου την ώρα.

15 Θα σου προσφέρω, μαζή με θυμίαμα, ζώα καλοθρεμμένα ως ολοκαυτώματα. Θα σου προσφέρω κριους και βόϊδια και τράγους.
15 Θα σου προσφέρω ολοκαυτώματα παχιά μαζί με των κριαριών την κνίσα, θα θυσιάσω βόδια και τραγιά. (Διάψαλμα)

16 Ελάτε να ακούσετε, διότι, εγώ θα διηγηθώ προς σας, οι οποίοι ευλαβείσθε τον Θεόν, όσα θαυμαστά έργα έκαμεν εις εμέ ο Θεός καθ’ όλον τον βίον μου.
16 Ελάτε, ακούστε, και θα διηγηθώ σ’ όλους που το Θεό φοβούνται, όσα για μένα έκανε.

17 Ηνοιξα το στόμα μου και προς αυτόν κατά το διάστημα των θλίψεών μου έκραξα· και επειδή αμέσως έλαβα βοήθειαν και σωτηρίαν ανέφερα με την γλώσσάν μου προς το ύψος της μεγαλωσύνης του ύμνους δοξολογίας και ευχαριστίας.
17 Σ’ εκείνον κραύγαζα για βοήθεια, βέβαιος κιόλας πως θα τον δοξολογούσα.

18 Εάν έβλεπα αδικίαν μέσα εις την καρδίαν μου και η συνείδησίς μου με έτυπτεν ως ένοχον, ας μη με εισήκουεν ο Κυριος.
18 Αν είχα δει ανομία στην καρδιά μου δε θα με είχε ακούσει ο Κύριος.

19 Επειδή όμως ήμουν αθώος, ο Κυριος ήκουσε και έκαμε δεκτήν την προσευχήν μου. Επρόσεξεν εις την φωνήν της δεήσεώς μου.
19 Ωστόσο μ’ άκουσ’ ο Θεός, πρόσεξε τη φωνή της προσευχής μου.

20 Ας είναι δοξασμένος ο Κυριος, ο οποίος δεν απέρριψε την προσευχήν μου και δεν απεμάκρυνεν από εμέ το έλεός του.
20 Ας είναι δοξασμένος ο Θεός, που ούτε την προσευχή μου καταφρόνησε ούτε απομάκρυνε από μένα το έλεός του.