ΨΑΛΜΟΣ 41 – ΟΠΩΣ Η ΕΛΑΦΙΝΑ ΑΠΟΖΗΤΑΕΙ

Κάθισμα 6

1 Εἰς τὸ τέλος· εἰς σύνεσιν τοῖς υἱοῖς Κορέ.

2 Ὅν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρός σέ, ὁ Θεός.

3 ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεόν, τὸν ἰσχυρόν, τὸν ζῶντα· πότε ἥξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ;

4 ἐγενήθη τὰ δάκρυά μου ἐμοὶ ἄρτος ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἐν τῷ λέγεσθαί μοι καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν· ποῦ ἐστιν ὁ Θεός σου;

5 ταῦτα ἐμνήσθην καὶ ἐξέχεα ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν ψυχήν μου, ὅτι διελεύσομαι ἐν τόπῳ σκηνῆς θαυμαστῆς ἕως τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ ἐν φωνῇ ἀγαλλιάσεως καὶ ἐξομολογήσεως ἤχου ἑορτάζοντος.

6 ἱνατί περίλυπος εἶ, ἡ ψυχή μου, καὶ ἱνατί συνταράσσεις με; ἔλπισον ἐπὶ τὸν Θεόν, ὅτι ἐξομολογήσομαι αὐτῷ· σωτήριον τοῦ προσώπου μου καὶ ὁ Θεός μου.

7 πρὸς ἐμαυτὸν ἡ ψυχή μου ἐταράχθη· διὰ τοῦτο μνησθήσομαί σου ἐκ γῆς Ἰορδάνου καὶ Ἐρμωνιείμ, ἀπὸ ὄρους μικροῦ.

8 ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται εἰς φωνὴν τῶν καταῤῥακτῶν σου, πάντες οἱ μετεωρισμοί σου καὶ τὰ κύματά σου ἐπ᾿ ἐμὲ διῆλθον.

9 ἡμέρας ἐντελεῖται Κύριος τὸ ἔλεος αὐτοῦ, καὶ νυκτὸς ᾠδὴ αὐτῷ παρ᾿ ἐμοί, προσευχὴ τῷ Θεῷ τῆς ζωῆς μου.

10 ἐρῶ τῷ Θεῷ· ἀντιλήπτωρ μου εἶ· διατί μου ἐπελάθου; καὶ ἱνατί σκυθρωπάζων πορεύομαι ἐν τῷ ἐκθλίβειν τὸν ἐχθρόν μου;

11 ἐν τῷ καταθλᾶσθαι τὰ ὀστᾶ μου ὠνείδιζόν με οἱ ἐχθροί μου, ἐν τῷ λέγειν αὐτούς μοι καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν· Ποῦ ἐστιν ὁ Θεός σου;

12 ἱνατί περίλυπος εἶ, ἡ ψυχή μου; καὶ ἱνατί συνταράσσεις με; ἔλπισον ἐπὶ τὸν Θεόν, ὅτι ἐξομολογήσομαι αὐτῷ· σωτήριον τοῦ προσώπου μου καὶ ὁ Θεός μου.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Προσευχή ἑνός ἀρρώστου καί μοναχικοῦ ἀνθρώπου.
α2 Γιά ἀρρώστους πού βρίσκονται στά νοσοκομεῖα, νά θεραπευτοῦν γρήγορα.
β Ὅταν σέ κοροϊδεύουν οἱ ἐχθροί γιά τόν θεῖο ζῆλο καί νά παρηγορῆς τήν ψυχή σου.
γ Γιά νέους πού ἀρρωσταίνουν ἀπό ἔρωτα, ἤ ὅταν τραυματίζεται τό ἕνα πρόσωπο καί θλίβεται.
στ Ὅταν διακατεχόμαστε ἀπό θλίψεις καί οἱ ἄνθρωποι πού βρίσκονται μκράν τοῦ Θεοῦ μᾶς εἰρωνεύονται.
ζ Ἀναφαίρεται στή μακοθυμία τοῦ Θεοῦ.

Μετάφραση – Ερμηνεία

1 –
1 Στον πρωτοψάλτη, ψαλμός διδακτικός· για τη συγγένεια του Κορέ.

2 Οπως η διψασμένη έλαφος ποθεί πολύ και τρέχει εις τας πηγάς των καθαρών υδάτων, έτσι και η ψυχή μου ποθεί σέ, ω Θεέ μου.
2 Όπως η ελαφίνα αποζητάει τα τρεχούμενα νερά έτσι η ψυχή μου σ’ αποζητάει Θεέ μου!

3 Μεγάλην δίψαν ησθάνθη και αισθάνεται η ψυχή μου δια σε τον αιωνίως ζώντα, τον πραγματικόν Θεόν. Ποτε λοιπόν θα αξιωθώ της χαράς να έλθω και να ίδω τον ναόν, τον ιερόν τόπον της παρουσίας σου, του Θεού μου;
3 Είν’ η ψυχή μου διψασμένη για το Θεό, για τον αληθινό Θεό. Πότε θα ‘ρθώ να δω το πρόσωπό σου, Θεέ μου;

4 Επέρασα περιπετείας και θλίψεις. Τα δάκρυά μου έγιναν δι’ εμέ φαγητόν μου ημέραν και νύκτα, διότι οι εχθροί έλεγαν εναντίον μου κάθε ημέραν· Που είναι ο Θεός σου;
4 Τα δάκρυά μου είναι ψωμί για μένα μέρα νύχτα, όταν ακούω να μου λένε ολημερίς, «πού είναι ο Θεός σου;»

5 Αυτόν ενεθυμήθην και η ψυχή μου εξεχύθη εις θερμήν προσευχήν. Πιστεύω ότι θα αξιωθώ της μεγάλης τιμής και χαράς να περάσω και πάλιν από τον ιερόν χώρον της θαυμαστής Σκηνής του Μαρτυρίου σου, από τον ιερόν ναόν του Θεού μου, με φωνήν αγαλλιάσεως και δοξολογίας, με εορταστικούς ψαλμούς και ύμνους.
5 Θυμάμαι -και λιώνει μέσα μου η καρδιά- όταν με ένδοξη, πολυπληθή πορεία βάδιζα προς τον οίκο του Θεού, μες σε φωνές χαράς κι ευχαριστίας, στο θόρυβο των πανηγυριστών.

6 Διατί λοιπόν, ω ψυχή μου, είσαι περίλυπος; Διατί αναταράσσεσαι εξ ολοκλήρου από αυτά, που ακούεις; Εχε την ελπίδα σου στον Θεόν, διότι θα έλθη πάλιν η ημέρα, κατά την οποίαν θα τον δοξολογήσω ως σωτήρα μου και Θεόν μου. Η ψυχή μου εταράχθη και πάλιν εντός μου.
6 Ψυχή μου, γιατί λυπάσαι και μ’ αναστατώνεις; Έλπιζε στο Θεό· θα τον υμνήσω πάλι της ύπαρξής μου το σωτήρα και Θεό μου.

7 Δια τούτο από την περιοχήν αυτήν, που ευρίσκομαι, κοντά στον Ιορδάνην, από τας κορυφάς του όρους Ερμών, από τον μικρόν λόφον, ενθυμούμαι και πάλιν σε και ζητώ παρηγορίαν από την ανάμνησίν σου.
7 Θλίβεται μέσα μου η ψυχή μου· για τούτο, Κύριε, θα σε θυμηθώ απ’ του Ιορδάνη τις πηγές, πλάι στο βουνό Μισάρ, κι απ’ του Ερμών τα υψώματα.

8 Οπως εδώ τα ύδατα του Ιορδάνου σαν κύματα έρχονται και σαν να επικαλήται το ένα το άλλο, όπως ακούεται η βοή των καταρρακτών, που ξεχύνονται από το όρος Ερμών, έτσι επήλθαν και επέρχονται εναντίον μου αλλεπάλληλα όλα τα αγριεμένα κύματα της δικαίας σου οργής, αι συμφοραί μου.
8 Η μια στην άλλη άβυσσο φωνάζει με των καταρραχτών σου τη βοή· όλα τα κύματά σου κι οι φουρτούνες σου πέρασαν από πάνω μου.

9 Αλλά ο Κυριος θα με βοηθήση, θα αποστείλη εις εμέ το έλεός του, θα με επισκεφθή κάποιον ημέραν και κατά την επακολουθούσαν νύκτα θα αναπέμψω ευχαριστηριον ωδήν, προσευχήν, προς τον Θεόν και Κυριον της ζωής μου.
9 Τη μέρα στέλνει ο Κύριος το έλεός του, κι εγώ θα λέω τη νύχτα το τραγούδι του, την προσευχή μου στης ζωής μου το Θεό.

10 Θα είπω τότε, όπως λέγω και τώρα, στον Κυριον· Συ είσαι ο προστάτης μου, διατί έως τώρα με ελησμόνησες; Διατί να διέρχωμαι τας ημέρας μου κατηφής και πενθών και ο εχθρός μου να με καταθλίβη;
10 Θα λέω στο Θεό, στο βράχο μου: «Γιατί μ’ απολησμόνησες; γιατί να ζω με λύπη, κάτω απ’ του εχθρού μου την καταπίεση;»

11 Ενῷ από την πολλήν ταλαιπωρίαν και οδύνην συντρίβονται τα οστά μου, οι εχθροί μου με υβρίζουν, με εμπαίζουν και μου λέγουν κάθε ημέραν· Που είναι λοιπόν ο Θεός σου, δια να σε σώση;
11 Τσακίζονται τα κόκαλά μου όταν μ’ εξευτελίζουν οι δυνάστες μου, καθώς μου λένε ολημερίς, «πού είναι ο Θεός σου;»

12 Διατί, λοιπόν, είσαι τόσον λυπημένη, ω ψυχή μου; Διατί με συγκλονίζεις; Εχε την ελπίδα σου στον Θεόν, διότι θα έλθη και πάλιν ημέρα, που θα δοξολογήσω τον Κυριον, τον σωτήρα μου και Θεόν μου, στον ιερόν ναόν του.
12 Ψυχή μου, γιατί λυπάσαι και μ’ αναστατώνεις; Έλπιζε στο Θεό· θα τον υμνήσω πάλι της ύπαρξής μου το σωτήρα και Θεό μου.