ΨΑΛΜΟΣ 29 – ΚΥΡΙΕ, ΜΟΥ ‘ΔΩΣΕΣ ΠΙΣΩ ΤΗ ΖΩΗ

Κάθισμα 4

1 Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς ᾠδῆς τοῦ ἐγκαινισμοῦ τοῦ οἴκου· Δαυΐδ.

2 Ὑψώσω σε, Κύριε, ὅτι ὑπέλαβές με καὶ οὐκ εὔφρανας τοὺς ἐχθρούς μου ἐπ᾿ ἐμέ.

3 Κύριε ὁ Θεός μου, ἐκέκραξα πρὸς σέ, καὶ ἰάσω με·

4 Κύριε, ἀνήγαγες ἐξ ᾅδου τὴν ψυχήν μου, ἔσωσάς με ἀπὸ τῶν καταβαινόντων εἰς λάκκον.

5 ψάλατε τῷ Κυρίῳ, οἱ ὅσιοι αὐτοῦ, καὶ ἐξομολογεῖσθε τῇ μνήμῃ τῆς ἁγιωσύνης αὐτοῦ·

6 ὅτι ὀργὴ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ, καὶ ζωὴ ἐν τῷ θελήματι αὐτοῦ· τὸ ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμὸς καὶ εἰς τὸ πρωΐ ἀγαλλίασις.

7 ἐγὼ δὲ εἶπα ἐν τῇ εὐθηνίᾳ μου· οὐ μὴ σαλευθῶ εἰς τὸν αἰῶνα.

8 Κύριε, ἐν τῷ θελήματί σου παρέσχου τῷ κάλλει μου δύναμιν· ἀπέστρεψας δὲ τὸ πρόσωπόν σου καὶ ἐγενήθην τεταραγμένος.

9 πρὸς σέ, Κύριε, κεκράξομαι, καὶ πρὸς τὸν Θεόν μου δεηθήσομαι.

10 τίς ὠφέλεια ἐν τῷ αἵματί μου ἐν τῷ καταβαίνειν με εἰς διαφθοράν; μὴ ἐξομολογήσεταί σοι χοῦς ἢ ἀναγγελεῖ τὴν ἀλήθειάν σου;

11 ἤκουσε Κύριος, καὶ ἠλέησέ με, Κύριος ἐγενήθη βοηθός μου.

12 ἔστρεψας τὸν κοπετόν μου εἰς χαρὰν ἐμοί, διέῤῥηξας τὸν σάκκον μου καὶ περιέζωσάς με εὐφροσύνην,

13 ὅπως ἂν ψάλῃ σοι ἡ δόξα μου καὶ οὐ μὴ κατανυγῶ. Κύριε ὁ Θεός μου, εἰς τὸν αἰῶνα ἐξομολογήσομαί σοι.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ βροντή τοῦ Θεοῦ.
α2 Γιά νά σταματήσουν οἱ Θεομηνεῖες.
β Ὅταν κάνης ἐγκαίνια στό σπίτι σου ἀλλά καί τῆς ψυχῆς πού ὑποδέχεται τόν Κύριο.
γ Γι’ αὐτούς πού ζοῦν μακριά, μέσα σέ βαρβάρους καί ἀπίστους λαούς,νά τούς φυλάξη ὁ Θεός καί νά φωτίση νά ἡμερέψουν καί νά γνωρίσουν τόν Θεό.
στ Δοξολογητική προσευχή κατά τήν Ἁγία Πεντηκοστή.
Προσευχή μετά τήν ἐξομολόγηση.
θ. “Πρός εὐχαριστίαν ἕνεκα ἐλέους καί χάριτος”

Μετάφραση – Ερμηνεία

1 –
1 Ψαλμός του Δαβίδ· άσμα για τα εγκαίνια του ναού.

2 Θα σε δοξολογήσω και θα σε υπερυψωσω με ευγνωμοσύνην, Κυριε, διότι με υπεβάστασες και με εστήριξες και δεν επέτρεψες να ευφρανθούν οι εχθροί μου από ενδεχομένην πτώσιν και καταστροφήν μου.
2 Θα σ’ εξυμνήσω, Κύριε, γιατί με γλίτωσες· και δεν άφησες να χαρούν για μένα οι εχθροί μου.

3 Κυριε ο Θεός μου, εφώναξα προς σε με όλην μου την δύναμιν από την κλίνην της ασθενείας μου και συ με εθεράπευσες.
3 Κύριε, Θεέ μου· σου ζήτησα βοήθεια και με θεράπευσες.

4 Από αυτόν τον άδην ανέβασες και επανέφερες την ψυχήν μου. Με έσωσες και δεν αφήκες να συγκαταριθμηθώ με τους νεκρούς, οι οποίοι οδηγούνται στον τάφον.
4 Κύριε, μου ‘δωσες πίσω τη ζωή την ώρα που με θάβαν και στη ζωή με κράτησες.

5 Ας δοξολογήσουν και ας ευχαριστήσουν τον Κυριον μαζή μου όλοι, όσοι είναι αφοσιωμένοι εις αυτόν. Να διατηρήτε ζωηράν στον νουν και την καρδίαν σας την ανάμνησιν της αγιότητός του και της απείρου τελειότητος και να δοξολογήτε το άγιον Ονομά του.
5 Τον Κύριο υμνήστε οι πιστοί του! Ευχαριστία δώστε του ως ανάμνηση της αγιότητάς του.

6 Δοξολογήσατέ τον, διότι, σαν δίκαιος που είναι, αφήνει να εκσπάση η αγανάκτησίς του και να εκδηλωθή ως οργή και τιμωρία κατά των ασεβών. Αλλά και από το θέλημά του και την ευσπλαγχνίαν του χορηγείται η ζωή και το έλεος στους αγαπώντας αυτόν, διότι είναι πανάγαθος και ελεήμων. Εάν το βράδυ θα διανυκτερεύη μαζή σας, σαν παροδικός επισκέπτης, ο κλαυθμός, την πρωΐαν όμως θα έλθη από τον Κυριον η χαρά και η ευφροσύνη.
6 Η οργή του είναι για μια στιγμή, αλλά για μια ζωή η εύνοιά του· αν μένουν δάκρυα το βράδυ, η χαρά φτάνει με την αυγή.

7 Ανόητος εγώ, βυθισμένος εις τα πλούσια υλικά αγαθά, είπα εν τη ανοησία μου. Δεν θα μετακινηθώ από την κατάστασιν αυτήν της ευτυχίας.
7 Είπα με αυτοπεποίθηση: «Ποτέ μου δε θα κλονιστώ».

8 Κυριε, ελησμόνησα ότι συ με την καλωσύνην σου μου έδωσες δύναμιν εις ο,τι καλόν έχω. Πικραμμένος όμως συ από την ματαιοφροσύνην μου έστρεψες αλλού το πρόσωπόν σου. Και εγώ τότε περιέπεσα εις ταραχήν και σύγχυσιν.
8 Κύριε, με την καλοσύνη σου στεριώθηκα ωσάν ασάλευτο βουνό· σαν έκρυψες το πρόσωπό σου, κατατρόμαξα.

9 Προς σε, λοιπόν, Κυριε, κράζω· προς σε τον Θεόν μου απευθύνω και θα απευθύνω την δέησιν αυτήν.
9 Σ’ εσένα κράζω, Κύριε, σ’ εσέ προσεύχομαι, τον Κύριό μου.

10 Ποία ωφέλεια θα προέλθη, εάν χύσω το αίμά μου και καταβώ εις την αποσύνθεσιν του τάφου; Μηπως από το χώμα του τάφου το αποσυντεθειμένον σώμα μου θα αναπέμψη εις σε δοξολογίαν η θα διακηρύξη και θα διαλαλήση την αλήθειάν σου;
10 Τι θα κερδίσεις αν χυθεί το αίμα μου ή αν στον τάφο κατεβώ; Τάχα μπορεί να σε υμνήσει η στάχτη; ή να διακηρύξει την αλήθεια σου;

11 Αφησε με, λοιπόν, Κυριε εις την ζωήν. Ο Κυριος ήκουσε την προσευχήν μου και με ηλέησεν. Ο Κυριος έγινε και πάλιν βοηθός μου.
11 Άκουσε, Κύριε, κι ελέησέ με· Κύριε, έλα βοηθός μου.

12 Ζυ, Κυριε, μετέβαλες τον θρήνον μου εις χαράν, έσχισες τον τρίχινον σάκκον, που φορούσα εις ένδειξιν του πένθους και της ταπεινώσεώς μου, και με επλημμύρισες και με περιέβαλες με ευφροσύνην·
12 Τη θλίψη μου την άλλαξες σ’ ευφρόσυνο χορό· μου έβγαλες τα πένθιμα και τη χαρά με ντύνεις,

13 δια να ψάλη έτσι προς σε ύμνους δοξολογίας και ευγνωμοσύνης η ψυχή μου και να μη κυριευθώ από λύπην και παραμελήσω την δοξολογίαν σου. Κυριε και Θεέ μου, πάντοτε θα σε δοξολογώ.
13 για να σου ψάλλω δοξασμούς και πια να μη σωπαίνω. Κύριε και Θεέ μου, αιώνια θα σε υμνολογώ.