ΨΑΛΜΟΣ 26 – ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ ΑΣΦΑΛΗΣ

Κάθισμα 4

Τοῦ Δαυΐδ· πρὸ τοῦ χρισθῆναι.

1 Κύριος φωτισμός μου καὶ σωτήρ μου· τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος ὑπερασπιστὴς τῆς ζωῆς μου· ἀπὸ τίνος δειλιάσω;

2 ἐν τῷ ἐγγίζειν ἐπ᾿ ἐμὲ κακοῦντας τοῦ φαγεῖν τὰς σάρκας μου, οἱ θλίβοντές με καὶ οἱ ἐχθροί μου, αὐτοὶ ἠσθένησαν καὶ ἔπεσαν.

3 ἐὰν παρατάξηται ἐπ᾿ ἐμὲ παρεμβολή, οὐ φοβηθήσεται ἡ καρδία μου· ἐὰν ἐπαναστῇ ἐπ᾿ ἐμὲ πόλεμος, ἐν ταύτῃ ἐγὼ ἐλπίζω.

4 μίαν ᾐτησάμην παρὰ Κυρίου, ταύτην ἐκζητήσω· τοῦ κατοικεῖν με ἐν οἴκῳ Κυρίου πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς μου, τοῦ θεωρεῖν με τὴν τερπνότητα Κυρίου καὶ ἐπισκέπτεσθαι τὸν ναὸν τὸν ἅγιον αὐτοῦ.

5 ὅτι ἔκρυψέ με ἐν σκηνῇ αὑτοῦ ἐν ἡμέρᾳ κακῶν μου, ἐσκέπασέ με ἐν ἀποκρύφῳ τῆς σκηνῆς αὑτοῦ, ἐν πέτρᾳ ὕψωσέ με.

6 καὶ νῦν ἰδοὺ ὕψωσε κεφαλήν μου ἐπ᾿ ἐχθρούς μου· ἐκύκλωσα καὶ ἔθυσα ἐν τῇ σκηνῇ αὐτοῦ θυσίαν ἀλαλαγμοῦ, ᾄσομαι καὶ ψαλῶ τῷ Κυρίῳ.

7 εἰσάκουσον, Κύριε, τῆς φωνῆς μου, ἧς ἐκέκραξα· ἐλέησόν με καὶ εἰσάκουσόν μου.

8 σοὶ εἶπεν ἡ καρδία μου· Κύριον ζητήσω· ἐξεζήτησέ σε τὸ πρόσωπόν μου· τὸ πρόσωπόν σου, Κύριε, ζητήσω.

9 μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ μὴ ἐκκλίνῃς ἐν ὀργῇ ἀπὸ τοῦ δούλου σου· βοηθός μου γενοῦ, μὴ ἀποσκορακίσῃς με καὶ μὴ ἐγκαταλίπῃς με, ὁ Θεός, ὁ σωτήρ μου.

10 ὅτι ὁ πατήρ μου καὶ ἡ μήτηρ μου ἐγκατέλιπόν με, ὁ δὲ Κύριος προσελάβετό με.

11 νομοθέτησόν με, Κύριε, ἐν τῇ ὁδῷ σου καὶ ὁδήγησόν με ἐν τρίβῳ εὐθείᾳ ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν μου.

12 μὴ παραδῷς με εἰς ψυχὰς θλιβόντων με, ὅτι ἐπανέστησάν μοι μάρτυρες ἄδικοι, καὶ ἐψεύσατο ἡ ἀδικία ἑαυτῇ.

13 πιστεύω τοῦ ἰδεῖν τὰ ἀγαθὰ Κυρίου ἐν γῇ ζώντων.

14 ὑπόμεινον τὸν Κύριον· ἀνδρίζου, καὶ κραταιούσθω ἡ καρδία σου, καὶ ὑπόμεινον τὸν Κύριον.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Προσευχή ἑνός δίκαιου ἀνθρώπου
α2 Σέ κάθε δυσκολία.
β Ὅταν ἐπιτίθενται μέ σφοδρότητα οἱ ἐχθροί καί σέ καταφρονοῦν.
γ Γιά νά προστατέψη ὁ Θεός τούς χωρικούς ἀπό ἐχθρικά στρατεύματα, νά μήν τούς λεηλατήσουν.
δ Ἄν νοιώθης μόνος, ἀπογοητευμένος.
θ “Ἔκφρασις ἐλπίδος πρός τόν Θεό ἐν περιπτώσει δεινῶν περιπετειῶν καί θλίψεων”.

Μετάφραση – Ερμηνεία

Τοῦ Δαυΐδ· πρὸ τοῦ χρισθῆναι.

1 Ο Κυριος είναι το φως μου μέσα στο σκοτάδι και εις την άγνοιαν της παρούσης ζωής. Ο Κυριος είναι ο σωτήρ μου. Ποιόν λοιπόν έχω να φοβηθώ; Κανένα. Ο Κυριος υπερασπίζει την ζωήν μου από κάθε κίνδυνον. Από τας απειλάς ποίου έχω να δειλιάσω;
1 Του Δαβίδ. Κύριε, φως μου και σωτηρία μου, ποιον θα φοβηθώ; Κύριε, καταφύγιο της ζωής μου από ποιον θα πανικοβληθώ;

2 Ενῷ με επλησίαζον ορμητικοί οι κακοποιοί άνθρωποι, δια να με κατασπαράξουν και σαν άγρια θηρία να καταφάγουν τας σάρκας μου, αυτοί, που με έθλιβαν και με τέτοιας εχθρικάς διαθέσεις επήρχοντο εναντίον μου, εκλονίσθησαν και έπεσαν συντετριμμένοι κάτω στο χώμα. Τους είχε κτυπήσει ο Κυριος μου και σωτήρ μου.
2 Όταν με ζύγωσαν κακοί τη σάρκα μου να φθείρουν, εχθροί και καταπιεστές μου, αυτοί σκοντάψαν κι έπεσαν.

3 Εάν, λοιπόν, και παραταχθή ολόκληρον στράτευμα εναντίον μου, δεν θα δειλιάση καθόλου η καρδία μου. Και εάν εξεγερθή πόλεμος εναντίον μου, και εις την περίπτωσιν αυτήν εγώ θα έχω στηριγμένας τας ελπίδας μου στον Κυριον.
3 Κι αν συναχτεί στράτευμα για να με πολεμήσει, η καρδιά μου δεν δειλιάζει· κι αν πόλεμος ξεσπάσει εναντίον μου και τότε εγώ θα έχω εμπιστοσύνη.

4 Μιαν παράκλησιν δια της προσευχής υπέβαλα στον Κυριον. Μιαν χάριν του εζήτησα και του ζητώ· να κατοικώ στον οίκον του Κυρίου όλας τας ημέρας της ζωής μου, δια να βλέπω και να απολαμβάνω τα θέλγητρα του Θεού μου και να επισκέπτωμαι, ως ευλαβής και ταπεινός λάτρης, τον άγιον ναόν του.
4 Ένα απ’ τον Κύριο ζήτησα, και πάλι αυτό ζητάω: Στον οίκο του να κατοικώ όλες τις μέρες που θα ζω· τη χάρη του Κυρίου να θωρώ και στο ναό του να συχνάζω.

5 Αυτοί οι πόθοι πλημμυρίζουν την καρδίαν μου, διότι εις περίοδον μεγάλων κινδύνων ο Κυριος με έκρυψε και με ησφάλισεν εις την σκηνήν του Μαρτυρίου του. Και ως εάν ήμην εις υψηλόν βράχον με ανύψωσεν ασφαλή, με εδόξασε, με έσωσε.
5 Γιατί μες στη σκηνή του θα με προστατέψει τη μέρα του κακού, στα μύχια της σκηνής του θα μ’ αποκρύψει· πάνω σε βράχο θα μ’ ανεβάσει ψηλό.

6 Και τώρα, πιστεύω εις την παντοδύναμον προστασίαν του και διακηρύττω ότι ανύψωσε την κεφαλήν, μου εναντίον των εχθρών μου με ανέδειξεν ανώτερόν των. Δι’ αυτό και εις ευλαβή λιτανείαν θα κάμω κύκλον περί το θυσιαστήριόν του, θα προσφέρω εις την Σκηνήν του ευχαριστήριον θυσίαν με αλαλαγμούς χαράς, θα τραγουδώ τα μεγαλεία του και θα παίζω μουσικά όργανα προς δόξαν του Κυρίου μου.
6 Και τώρα το κεφάλι μου υψώνεται πάνω από τους εχθρούς που με κυκλώνουν, θυσίες θριάμβου στη σκηνή του θα προσφέρω· θα ψαλμωδήσω και θα παιανίσω για του Κυρίου τη χάρη.

7 Κυριε, άκουσε την φωνήν της προσευχής μου, με την οποίαν κραυγάζω τώρα προς σέ. Ελέησέ με και κάμε δεκτήν την παράκλησίν μου.
7 Άκου, Κύριε, τη φωνή μου που σ’ εσένα απευθύνεται· σπλαχνίσου με και δώσ’ μου απόκριση.

8 Προς σε στρέφεται η καρδία μου και λέγει· Σε τον Κυριον ποθώ και αναζητώ πάντοτε. Με πόθον, Κυριε, η καρδία μου αναζητεί και θα αναζητή το πρόσωπόν σου, την επικοινωνίαν σου.
8 Θυμήθηκα πως είπες: «Αναζητήστε με». Για τούτο, Κύριε, το πρόσωπό σου αναζητώ.

9 Μη γυρίσης αλλού το πρόσωπόν σου από εμέ. Μη απομακρυνθής ωργισμένος από εμέ τον δούλόν σου. Γινε βοηθός μου. Μη με αποπέμψης ως ενοχλητικόν και φορτικόν. Θεέ μου και σωτήρα μου, μη με εγκαταλείψης.
9 Μην κρύβεσαι από μένα! Το δούλο σου οργισμένος μην τον απωθείς! Εσύ ήσουν ο βοηθός μου· μη μ’ αφήνεις και μη μ’ εγκαταλείπεις, Θεέ μου και σωτήρα μου.

10 Διότι ενώ ο πατήρ μου και η μητέρα μου με εγκατέλειψαν, ο Κυριος με προσέλαβε και με ανέλαβεν υπό την προστασίαν του.
10 Η μάνα κι ο πατέρας μου μ’ εγκαταλείψαν, μα ο Κύριος με δέχεται.

11 Γινε συ, Κυριε, ο νομοθέτης μου. Διδαξέ με τον δρόμον των εντολών σου, οδήγησέ με εις την ευθείαν οδόν των εντολών σου ένεκα των εχθρών, που με απειλούν.
11 Μάθε με, Κύριε, το δρόμο σου, στο δρόμο οδήγησέ με το σωστό σε πείσμα των εχθρών μου.

12 Μη με παραδώσης εις τα χέρια εκείνων, οι οποίοι έχουν σκοπόν να με καταθλίψουν. Διότι κατά τον καιρόν αυτόν εσηκώθησαν εναντίον μου συκοφάνται, διετύπωσαν ψευδείς κατηγορίας και συκοφαντίας εναντίον μου, δια να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά των.
12 Στη βουλιμία των εχθρών μου μη με παραδώσεις, γιατί ψευδομάρτυρες κατέθεσαν σε βάρος μου και αποπνέουν αδικία.

13 Εγώ όμως πιστεύω, ότι θα σωθώ από τους κινδύνους, που με απειλούν. Θα ζήσω και θα ίδω τα αγαθά του Κυρίου εις την γην αυτήν μαζή με τους άλλους ανθρώπους.
13 Αλίμονό μου αν δεν πίστευα πως του Κυρίου τ’ αγαθά στη γη των ζωντανών θα δω.

14 Ω ψυχή μου, υπόμεινε και επίμενε στο θέλημα του Κυρίου. Περίμενε τον Κυριον, έχε θάρρος, ας ενισχύεται η καρδία σου. Υπόμεινε τον Κυριον εις τας θλίψεις σου και περίμενε την λυτρωτικήν επέμβασίν του.
14 Στον Κύριο έλπιζε, ας έχει θάρρος η καρδιά σου και γενναιότητα· ναι, έλπιζε στον Κύριο.