ΨΑΛΜΟΣ 115 – ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΠΟΥ ΓΛΙΤΩΣΕ ΑΠ’ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

Κάθισμα 16

Ἀλληλούϊα.

1 Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα· ἐγὼ δὲ ἐταπεινώθην σφόδρα.

2 ἐγὼ δὲ εἶπα ἐν τῇ ἐκστάσει μου· πᾶς ἄνθρωπος ψεύστης.

3 τί ἀνταποδώσω τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων, ὧν ἀνταπέδωκέ μοι;

4 ποτήριον σωτηρίου λήψομαι καὶ τὸ ὄνομα Κυρίου ἐπικαλέσομαι.

5 τὰς εὐχάς μου τῷ Κυρίῳ ἀποδώσω ἐναντίον παντὸς τοῦ λαοῦ αὐτοῦ.

6 τίμιος ἐναντίον Κυρίου ὁ θάνατος τῶν ὁσίων αὐτοῦ.

7 ὦ Κύριε, ἐγὼ δοῦλος σός, ἐγὼ δοῦλος σὸς καὶ υἱὸς τῆς παιδίσκης σου. διέῤῥηξας τοὺς δεσμούς μου,

8 σοὶ θύσω θυσίαν αἰνέσεως καὶ ἐν ὀνόματι Κυρίου ἐπικαλέσομαι.

9 τὰς εὐχάς μου τῷ Κυρίῳ ἀποδώσω ἐναντίον παντὸς τοῦ λαοῦ αὐτοῦ,

10 ἐν αὐλαῖς οἴκου Κυρίου ἐν μέσῳ σου, Ἱερουσαλήμ.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὁ ζωντανός Θεός. Τά ἄψυχα εἴδωλα.
α2 Ἡ ὁμαδική προσευχή γιά κάθε κακό.
β Ὅταν θέλης νά ἐξομολογηθῆς.
Ὅταν πιστεύης ὅπως θέλη ὁ Θεός.
γ Γιά νά θεραπεύση ὁ Θεός τό φοβερό πάθος τοῦ ψεύδους.
ε “Εὐχαριστήριος ψ.”.
στ Προσευχή ὁλοκληρωτικῆς ὑποταγῆς καί ἀκράδαντης ἐλπίδας στόν Θεό καί ὄχι σέ ἀνθρώπους, πλοῦτο καί ἄλλα ὑλικά πράγματα.
θ. “Πρός εὐχαριστίαν ἕνεκα ἐλέους καί χάριτος”. Του”.

Μετάφραση – Ερμηνεία

Ἀλληλούϊα.

1 Επίστευσα στον Θεόν, και, φωτιζόμενος από αυτήν την πίστιν, ωμίλησα την αλήθειαν και είπα· εξ αιτίας των πολλών θλίψεων εταπεινώθηκα πάρα πολύ.
1 Ακλόνητη έμενε η εμπιστοσύνη μου ακόμα κι όταν έλεγα: «Είμ’ εξουθενωμένος!»

2 Εγώ δε εις κατάστασιν εκστάσεως και αναταραχής ευρισκόμενος είπα· Καθε άνθρωπος είναι ψεύστης· εις αυτόν, λοιπόν, θα στηριχθώ η στον παντοδύναμον και αληθινόν Θεόν;
2 Έφτασα στην απόγνωση και είπα: «Κανέναν δεν μπορώ να εμπιστευτώ».

3 Τι ανταποδώσω στον Κιριον δι’ όλας τας ευεργεσίας τας οποίας έχει κάμει προς εμέ;
3 Στον Κύριο τι μπορώ ν’ αντιπροσφέρω για όλες τις ευεργεσίες που μου έκανε;

4 Θα πάρω και θα πιώ οίνον από το ποτήριον της ειρηνικής θυσίας, που του προσφέρω δια την σωτηρίαν μου, και πλήρης ευγνωμοσύνης θα αναφέρω και θα επικαλεσθώ το όνομα του Κυρίου.
4 Της σωτηρίας το ποτήρι θα υψώσω και του Κυρίου τ’ όνομα θα ομολογήσω.

5 Τα τάματα, τα οποία έχω κάμει, θα τα αποδώσω προς τον Κυριον έμπροσθεν όλου του λαού.
5 Θα εκπληρώσω ό,τι έταξα στον Κύριο, σ’ όλο του το λαό μπροστά.

6 Τιμά ο Θεός, βραβεύει και δοξάζει τους αφωσιωμένους εις αυτόν, όταν μάλιστα αποθνήσκουν δια την αγάπην και την δόξαν του.
6 Δεν είν’ αδιάφορος στον Κύριο ο θάνατος των πιστών του.

7 Ω Κυριε, εγώ είμαι δούλος ιδικός σου, είμαι δούλος ιδικός σου, παιδί της δούλης σου. Συ έθραυσες τις αλυσίδες των μεγάλων και πολλών δεινών μου, εξ αιτίας των οποίων εκινδύνευα να αποθάνω.
7 Αχ, Κύριε, εγώ είμαι δούλος σου· δούλος σου και της δούλης σου παιδί· έλυσες τα δεσμά μου.

8 Εις σε λοιπόν θα προσφέρω θυσίαν δοξολογίας δια την διάσωσίν μου και το Ονομά σου το σεδαστόν επικαλούμαι και θα επικαλούμαι.
8 Θα σου προσφέρω ευχαριστίας θυσία· και Κύριό μου θα σε ομολογήσω.

9 Τα τάματά μου προς τον Κυριον θα τα εκπληρώσω εγώ δημοσία, ενώπιον όλου του λαού του,
9 Θα εκπληρώσω ό,τι έταξα στον Κύριο μπροστά σ’ όλο του το λαό,

10 εκεί, εις τας αυλάς του ναού του Κυρίου εντός της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ.
10 μες στις αυλές του οίκου του Κυρίου, στο μέσο σου, Ιερουσαλήμ. Αινείτε τον Κύριο! Αλληλούια!