ΨΑΛΜΟΣ 113 – ΟΤΑΝ Ο ΙΣΡΑΗΛ ΕΦΥΓΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ

Κάθισμα 16

Ἀλληλούϊα.

1 Ἐν ἐξόδῳ Ἰσραὴλ ἐξ Αἰγύπτου, οἴκου Ἰακὼβ ἐκ λαοῦ βαρβάρου,

2 ἐγενήθη Ἰουδαία ἁγίασμα αὐτοῦ, Ἰσραὴλ ἐξουσία αὐτοῦ.

3 ἡ θάλασσα εἶδε καὶ ἔφυγεν, ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω·

4 τὰ ὄρη ἐσκίρτησαν ὡσεὶ κριοὶ καὶ οἱ βουνοὶ ὡς ἀρνία προβάτων.

5 τί σοί ἐστι, θάλασσα, ὅτι ἔφυγες, καὶ σύ, Ἰορδάνη, ὅτι ἐστράφης εἰς τὰ ὀπίσω;

6 τὰ ὄρη, ὅτι ἐσκιρτήσατε ὡσεὶ κριοί, καὶ οἱ βουνοὶ ὡς ἀρνία προβάτων;

7 ἀπὸ προσώπου Κυρίου ἐσαλεύθη ἡ γῆ, ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ Ἰακὼβ

8 τοῦ στρέψαντος τὴν πέτραν εἰς λίμνας ὑδάτων καὶ τὴν ἀκρότομον εἰς πηγὰς ὑδάτων.

9 μὴ ἡμῖν, Κύριε, μὴ ἡμῖν, ἀλλ᾿ ἢ τῷ ὀνόματί σου δὸς δόξαν, ἐπὶ τῷ ἐλέει σου καὶ τῇ ἀληθείᾳ σου,

10 μήποτε εἴπωσι τὰ ἔθνη· ποῦ ἐστιν ὁ Θεὸς αὐτῶν;

11 ὁ δὲ Θεὸς ἡμῶν ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐν τῇ γῇ πάντα, ὅσα ἠθέλησεν, ἐποίησε.

12 τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν, ἀργύριον καὶ χρυσίον, ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων·

13 στόμα ἔχουσι, καὶ οὐ λαλήσουσιν, ὀφθαλμοὺς ἔχουσι, καὶ οὐκ ὄψονται,

14 ὦτα ἔχουσι, καὶ οὐκ ἀκούσονται, ῥῖνας ἔχουσι, καὶ οὐκ ὀσφρανθήσονται,

15 χεῖρας ἔχουσι, καὶ οὐ ψηλαφήσουσι, πόδας ἔχουσι καὶ οὐ περιπατήσουσιν, οὐ φωνήσουσιν ἐν τῷ λάρυγγι αὐτῶν.

16 ὅμοιοι αὐτοῖς γένοιντο οἱ ποιοῦντες αὐτὰ καὶ πάντες οἱ πεποιθότες ἐπ᾿ αὐτοῖς.

17 οἶκος Ἰσραὴλ ἤλπισεν ἐπὶ Κύριον· βοηθὸς καὶ ὑπερασπιστὴς αὐτῶν ἐστιν.

18 οἶκος Ἀαρὼν ἤλπισεν ἐπὶ Κύριον· βοηθὸς καὶ ὑπερασπιστὴς αὐτῶν ἐστιν.

19 οἱ φοβούμενοι τὸν Κύριον ἤλπισαν ἐπὶ Κύριον· βοηθὸς καὶ ὑπερασπιστὴς αὐτῶν ἐστιν.

20 Κύριος μνησθεὶς ἡμῶν εὐλόγησεν ἡμᾶς, εὐλόγησε τὸν οἶκον Ἰσραήλ, εὐλόγησε τὸν οἶκον Ἀαρών,

21 εὐλόγησε τοὺς φοβουμένους τὸν Κύριον, τοὺς μικροὺς μετὰ τῶν μεγάλων.

22 προσθείη Κύριος ἐφ᾿ ὑμᾶς, ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς ὑμῶν.

23 εὐλογημένοι ὑμεῖς τῷ Κυρίῳ τῷ ποιήσαντι τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν.

24 ὁ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ τῷ Κυρίῳ, τὴν δὲ γῆν ἔδωκε τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων.

25 οὐχ οἱ νεκροὶ αἰνέσουσί σε, Κύριε, οὐδὲ πάντες οἱ καταβαίνοντες εἰς ᾅδου,

26 ἀλλ᾿ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εὐλογήσομεν τὸν Κύριον, ἀπὸ τοῦ νῦν, καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὁ ἀσύγκριτος Θεός μας.
α2 Γιά νά βροῦνε θεραπεία οἱ ἀδύναμοι ἄνθρωποι.
β Γιά νά ἐνθυμεῖσαι τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἀγαθός. Οἱ δέ ἄνθρωποι εἶναι ἀχάριστοι
γ Γιά νά θεραπεύση ὁ Θεός τά καθυστερημένα διανοητικά παιδιά.
ε “Εὐχαριστήριος ψ. πρός τόν Θεόν. Διηγεῖται δέ τάς εὐεργεσίας, ὁπού παλιά ἔκαμεν ὁ Θεός εἰς τούς Ἰουδαίους, καί ἀνυμνεῖ μέν τήν δύναμιν τοῦ Θεοῦ, κατηγορεῖ δέ τήν ἀσθένειαν τῶν εἰδώλων”.
θ “Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες. Ἡ δύναμις, ἡ μεγαλειότης, ἡ δόξα καί ἄλλαι ἰδιότητές Του”..

Μετάφραση – Ερμηνεία

Ἀλληλούϊα.

1 Οταν ο ισραηλιτικός λαός επραγματοποίησε την έξοδόν του από την Αίγυπτον, όταν οι απόγονοι του Ιακώβ ελεύθεροι απεμακρύνθησαν από τον βάρβαρον αιγυπτιακόν λαόν,
1 Όταν οι Ισραηλίτες φύγαν απ’ την Αίγυπτο, οι απόγονοι του Ιακώβ απ’ τον ξενόγλωσσο λαό,

2 τότε κυρίως η Ιουδαία εξεχωρίσθη από τα αλλά ειδωλολατρικά έθνη και έγινε αφιερωμένη στον Θεόν, ο δε ισραηλιτικός λαός, ετέθη υπό την ιδιαιτέραν διακυβέρνησιν και πρόνοιαν του Θεού. Αυτό άλλως τε μαρτυρεί το πλήθος των θαυμαστών έργων.
2 έγινε ο Ιούδας του Κυρίου ο άγιος χώρος κι η επικράτειά του ο Ισραήλ.

3 Η Ερυθρά Θαλασσα είδε τον ισραηλιτικον λαόν και υπεχώρησε, σχισθείσα εις δύο. Ο Ιορδάνης ποταμός ανέκοψε το ρεύμα του και εστράφη εις τα οπίσω, δια να δώση δίοδον στους Ισραηλίτας.
3 Η θάλασσα τον είδε και υποχώρησε, ο Ιορδάνης και γύρισε πίσω.

4 Τα όρη εσκίρτησαν από αγαλλίασιν ωσάν κριοι και τα βουνά σαν τα αρνάκια των προβάτων.
4 Σκιρτήσαν τα βουνά σαν τα κριάρια κι οι λόφοι σαν τα πρόβατα.

5 Τι συνέβη εις σέ, ω θάλασσα, που εσχίσθης εις δύο και υπεχώρησες προ των Ισραηλιτών, και συ, Ιορδάνη, που ανέκοψες την ροήν σου προς την θάλασσαν, και εγύρισες προς τα οπίσω;
5 Τι έπαθες, θάλασσα, κι υποχωρείς κι εσύ Ιορδάνη και γυρίζεις πίσω;

6 Διατί σεις, όρη του Σινά, εσκιρτήσατε ωσάν κριοι και τα βουνά ωσάν αρνάκια προβάτων;
6 Γιατί, βουνά, σκιρτάτε σαν κριάρια και λόφοι εσείς σαν πρόβατα;

7 Εγιναν αυτά, επειδή εσημειώθη εκεί η παρουσία του Κυρίου. Εσείσθη η γη με την εμφάνισίν του Θεού του Ιακώβ.
7 Τρέμε η γη την παρουσία του Κυρίου, την παρουσία του Θεού του Ιακώβ,

8 Αυτού, ο οποίος μετέβαλε τον ξηρόν βράχον εις λίμνας υδάτων και τον απότομον σκληρόν γρανίτην εις πηγάς υδάτων.
8 που λίμνη με νερό έκανε το βράχο και νερομάνα την πέτρα τη σκληρή.

9 Εγιναν αυτά προς χάριν ημών. Ομως οχι προς ημάς, Κυριε, οχι προς ημάς, αλλά στο πάντιμον Ονομά σου δώσε δόξαν. Εις σε και μόνον πρέπει η δόξα δια την πολλήν ευσπλαγχνίαν σου, που έδειξες και δεικνύεις προς ημάς, και δια την αλήθειαν, την οποίαν μας φανέρωνεις.
9 Όχι σ’ εμάς, Κύριε, όχι σ’ εμάς, αλλά σ’ εσένα δώσε δόξα! Γιατί εσύ έχεις αγάπη κι είσαι αξιόπιστος!

10 Σώζε μας πάντοτε σύμφωνα με την υπόσχεσίν σου, δια να μη καταστραφώμεν και είπουν τα ειδωλολατρικά έθνη· Που είναι, λοιπόν, ο Θεός των;
10 Ας μη λέν’ οι ειδωλολάτρες: «Πού είναι ο Θεός τους;»

11 Και όμως ο Θεός μας υπάρχει παντού, στον ουρανόν και εις την γην, και όλα τα έργα, τα οποία ηθέλησε και θέλει, έπραξε και πράττει.
11 Ο Θεός μας βρίσκεται στους ουρανούς, κάνει ό,τι αυτός θέλει.

12 Αντιθέτως τα είδωλα των εθνών είναι κατασκευασμένα από άργυρον και χρυσόν, έργα ανθρωπίνων χειρών,
12 Τα είδωλα εκείνων είν’ από ασήμι και χρυσάφι· έργα από χέρια ανθρώπινα.

13 που έχουν στόμα άλλα δεν ημπορούν να ομιλήσουν, έχουν οφθαλμούς και δεν ημπορούν να ίδουν,
13 Στόμα έχουν αλλά δε μιλούν· μάτια έχουν μα δε βλέπουν.

14 έχουν αυτιά αλλά δεν ακούουν, έχουν ρίνας και δεν ημπορούν να οσφρανθούν.
14 Έχουν αυτιά αλλά δεν ακούν· μύτη, μα οσμές δε νιώθουν.

15 Εχουν χέρια, αλλά δεν δύνανται να ψηλαφήσουν, έχουν πόδια, χωρίς και να ημπορούν να βαδίσουν, ούτε δύνανται να αρθρώσουν λέξιν από τους λάρυγγας αυτών.
15 Χέρια έχουν αλλά δεν αγγίζουνε, πόδια αλλά δε βαδίζουν· απ’ το λαρύγγι τους δεν βγάζουνε φωνή.

16 Ομοιοι με τα είδωλα αυτά, τα νεκρά και τα άψυχα, ας γίνουν και εκείνοι, οι οποίοι τα κατασκευάζουν και όλοι εκείνοι, οι οποίοι πιστεύουν εις αυτά.
16 Ας εξομοιωθούν μ’ αυτά οι κατασκευαστές τους και όλοι που ελπίζουνε σ’ αυτά.

17 Ο δε Ισραηλιτικός λαός ήλπισεν απ’ αρχής και θα ελπίζη στον Κυριον, διότι αυτός είναι βοηθός εις τας ανάγκας του, υπερασπιστής στους διαφόρους κινδύνους, που τον απειλούν.
17 Εσείς όμως οι Ισραηλίτες στον Κύριο να ελπίζετε! – Αυτός είν’ ο βοηθός τους κι η προστασία τους.

18 Ο ιερατικός οίκος του Ααρών ήλπισε και ελπίζει προς τον Κυριον. Βοηθός και υπερασπιστής αυτών είναι ο αληθινός Θεός.
18 Οι ιερείς, οι απόγονοι του Ααρών, στον Κύριο να ελπίζετε! – Αυτός είν’ ο βοηθός τους κι η προστασία τους.

19 Οι προσήλυτοι από τα διάφορα ειδωλολατρικά έθνη, που σέβονται τον αληθινόν Θεόν, ήλπισαν και ελπίζουν εις αυτόν. Διότι είναι βοηθός και υπερασπιστής των.
19 Εσείς τον Κύριο που σέβεστε, στον Κύριο να ελπίζετε! – Αυτός είν’ ο βοηθός τους κι η προστασία τους.

20 Ο Κυριος μας ενθυμείται, μας έχει πάντοτε προ οφθαλμών, μας ηυλόγησε με την προστασίαν και τα αγαθά του και θα μας ευλογή. Θα ευλογήση την ιερατικήν οικογενειάν του Ααρών!
20 Ο Κύριος μας θυμάται και θέλει να μας ευλογεί. Ας ευλογεί τους Ισραηλίτες! Ας ευλογεί τους ιερείς, τους απογόνους του Ααρών!

21 Θα ευλογήση τους προσηλύτους, οι οποίοι τον σέβονται, τους μικρούς μαζή με τους μεγάλους.
21 Ας ευλογεί εκείνους που τον σέβονται και τους μικρούς, όπως και τους μεγάλους!

22 Είθε να προσθέση ο Κυριος εις σας, εις σας και εις τα τέκνα σας νέας ευλογίας.
22 Να σας χαρίζει απογόνους άφθονους ο Κύριος!

23 Είθε να είσθε σεις ευλογημένοι παρά του Κυρίου και εις δόξαν του Κυρίου, ο οποίος εδημιούργησε το σύμπαν, τον ουρανόν και την γην.
23 Ευλογημένοι να ’στε εσείς από τον Κύριο, εκείνον που τον ουρανό έφτιαξε και τη γη!

24 Ο υπεράνω του ουρανού των αστέρων υπέρτατος ουρανός ανήκει στον Κυριον ως ίδικόν του κατ’ εξοχήν ενδιαίτημα· την γην όμως έδωκεν ως κατοικίαν στους ανθρώπους.
24 Οι ουρανοί ανήκουν μόνο στον Κύριο· αλλά τη γη την εμπιστεύτηκε στους ανθρώπους.

25 Βοήθησέ μας, Κυριε, να ζήσωμεν ειρηνικοί και μακροχρόνιοι εδώ εις την γην, δια να σε δοξάζωμεν, διότι οι νεκροί δεν σε δοξάζουν, Κυριε. Αυτοί, οι οποίοι κατεβαίνουν κάτω στο σκότος του άδου, δεν σε ενθυμούνται και δεν σε δοξολογούν.
25 Αυτοί που αινούν τον Κύριο δεν είναι οι νεκροί· κανένας απ’ αυτούς, που στης σιωπής τον τόπο κατεβαίνουν.

26 Αλλά ημείς, που ζώμεν, θα δοξολογήσωμεν τον Κυριον καθ’ όλην την ζωήν μας και τώρα και δια δε των απογόνων μας στους αιώνας των αιώνων.
26 Αλλά εμείς ας ευλογήσουμε τον Κύριο, και τώρα και για πάντα! Αινείτε τον Κύριο! Αλληλούια!