ΨΑΛΜΟΣ 107 – ΑΣ ΑΠΛΩΘΕΙ Η ΔΟΞΑ ΣΟΥ Σ’ ΟΛΗ ΤΗΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ

Κάθισμα 15

1 ᾨδὴ ψαλμοῦ τῷ Δαυΐδ.

2 Ἑτοίμη ἡ καρδία μου, ὁ Θεός, ἑτοίμη ἡ καρδία μου, ᾄσομαι καὶ ψαλῶ ἐν τῇ δόξῃ μου.

3 ἐξεγέρθητι, ψαλτήριον καὶ κιθάρα· ἐξεγερθήσομαι ὄρθρου.

4 ἐξομολογήσομαί σοι ἐν λαοῖς, Κύριε, ψαλῶ σοι ἐν ἔθνεσιν,

5 ὅτι μέγα ἐπάνω τῶν οὐρανῶν τὸ ἔλεός σου καὶ ἕως τῶν νεφελῶν ἡ ἀλήθειά σου.

6 ὑψώθητι ἐπὶ τοὺς οὐρανούς, ὁ Θεός, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἡ δόξα σου.

7 ὅπως ἂν ῥυσθῶσιν οἱ ἀγαπητοί σου, σῶσον τῇ δεξιᾷ σου καὶ ἐπάκουσόν μου.

8 ὁ Θεὸς ἐλάλησεν ἐν τῷ ἁγίῳ αὐτοῦ· ὑψωθήσομαι καὶ διαμεριῶ Σίκιμα, καὶ τὴν κοιλάδα τῶν σκηνῶν διαμετρήσω·

9 ἐμός ἐστι Γαλαάδ, καὶ ἐμός ἐστι Μανασσῆς, καὶ Ἐφραὶμ ἀντίληψις τῆς κεφαλῆς μου, Ἰούδας βασιλεύς μου,

10 Μωὰβ λέβης τῆς ἐλπίδος μου, ἐπὶ τὴν Ἰδουμαίαν ἐπιβαλῶ τὸ ὑπόδημά μου, ἐμοὶ ἀλλόφυλοι ὑπετάγησαν.

11 τίς ἀπάξει με εἰς πόλιν περιοχῆς; ἢ τίς ὁδηγήσει με ἕως τῆς Ἰδουμαίας;

12 οὐχὶ σύ, ὁ Θεός, ὁ ἀπωσάμενος ἡμᾶς; καὶ οὐκ ἐξελεύσῃ, ὁ Θεός, ἐν ταῖς δυνάμεσιν ἡμῶν;

13 δὸς ἡμῖν βοήθειαν ἐκ θλίψεως, καὶ ματαία σωτηρία ἀνθρώπου.

14 ἐν τῷ Θεῷ ποιήσωμεν δύναμιν, καὶ αὐτὸς ἐξουδενώσει τοὺς ἐχθροὺς ἡμῶν.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὕμνος στό Θεό, τόν Λυτρωτή.
α2 Εἰδική προσευχή γιά τόν ταξιδιώτη, τόν αἰχμάλωτο, τόν ἄρρωστο
β Ὅταν θέλης νά ἐξομολογηθῆς.
Γιά ἐπίδειξη προθυμίας.
γ Γιά νά ταπεινώση ὁ Θεός τούς ἐχθρούς γιά ν’ ἀλλάξουν τίς κακές των διαθέσεις.
θ. “Πρός εὐχαριστίαν ἕνεκα ἐλέους καί χάριτος”.

Μετάφραση – Ερμηνεία

1 –
1 Ωδή του Δαβίδ.

2 Είναι έτοιμη η καρδιά μου, ω Θεέ μου, είναι έτοιμη, δια να ψάλλω με την φωνήν μου προς δόξαν σου, να παίζω μουσικά όργανα με όλην μου την ψυχήν.
2 Θεέ, είν’ η καρδιά μου στεριωμένη. Θα ψάλω και θα παίξω μουσική. Εμπρός, ψυχή μου!

3 Σηκω επάνω, ψυχή μου, και σεις μουσικά μου όργανα, λύρα και κιθάρα, σηκωθήτε, δια να υμνολογήσετε τον Θεόν. Ναι, θα σηκωθώ λίαν πρωϊ δια να ψάλλω προς τον Θεόν μου.
3 Ξύπνα άρπα και κιθάρα μου, θέλω εγώ τον ήλιο να ξυπνήσω.

4 Θα σε δοξολογήσω, Κυριε, εν μέσω λαών. Θα ψάλλω εις δόξαν σου εν μέσω των άλλων εθνών.
4 Θα σε δοξολογήσω στους λαούς μέσα, Κύριε, στα έθνη μέσα ύμνους θα σου ψάλω.

5 Διότι η ευσπλαγχνία σου είναι μεγάλη και απροσμέτρητρς. Υψώνεται υπεράνω από τους ουρανούς. Μέχρι των νεφελών φθάνει η αλήθειά σου και η αξιοπιστία σου.
5 Γιατ’ είναι πιο μεγάλη κι απ’ τους ουρανούς η αγάπη σου, και φτάνει ως τα σύννεφα η πιστότητά σου.

6 Ας υψωθή το μεγαλείον σου επάνω στους ουρανούς, ω Θεέ μου, και η δόξα σου ας απλωθή εις ολόκληρον την οικουμένην.
6 Υψώσου ως απάνω στους ουρανούς, Θεέ, πάνω σ’ ολόκληρη τη γη ας είναι η δόξα σου!

7 Καμε αισθητήν την ένδοξον εμφάνισίν σου, Κυριε, δια να γλυτώσουν οι αγαπητοί σου Ιουδαίοι από τους κινδύνους. Με την παντοδύναμον δεξιάν σου σώσον με και κάμε δεκτήν την προσευχήν μου.
7 Για να ελευθερωθούν οι αγαπητοί σου, σώσε μας με τη δύναμή σου και δώσ’ μου απόκριση.

8 Ο Θεός απήντησε με επισημότητα. Ελάλησεν εκεί στο άγιον θυσιαστήριόν του και είπε· Θα δείξω το μεγαλείον και την δύναμίν μου, θα διαμοιράσω εις σας την Συχέμ, που ευρίσκεται προς δυσμάς του Ιορδάνου, θα μετρήσω και θα σας παραχωρήσω την κοιλάδα των σκηνών, που ευρίσκεται πέραν του Ιορδάνου. Ολόκληρον την Παλαιστίνην θα την μετρήσω και θα την χαρίσω εις σας.
8 Ο Θεός μίλησε μέσα στον άγιο του ναό: «Θα θριαμβεύσω, θα σας μοιράσω τη Συχέμ και την κοιλάδα της Σουκώθ θα σας παραχωρήσω.

9 Διότι εις εμέ ανήκει η χώρα Γαλαάδ. Ιδική μου χώρα είναι η περιοχή Μανασσή η πέραν του Ιορδάνου. Η εντεύθεν του Ιορδάνου φυλή του Εφραίμ, η προστασία και το κράνος της κεφαλής μου, όπως επίσης και η φυλή Ιούδα, από την οποίαν προέρχονται οι βασιλείς του λαού μου.
9 Δικός μου είν’ ο Γαλαάδ, δικός μου ο Μανασσής· ο Εφραΐμ, η περικεφαλαία μου, και νομοθέτης μου ο Ιούδας.

10 Οι Μωαβίται θα ταπεινωθούν, θα γίνουν λεκάνη ποδονιψίματος δια τον ελπιδοφόρον λαόν μου, και στους Ιδουμαίους θα απλώσω την κυριαρχίαν μου. Εις εμέ θα υποταχθούν οι Φιλισταίοι.
10 Είν’ η Μωάβ λεκάνη όπου νίβομαι, και ρίχνω το σανδάλι μου στη χώρα του Εδώμ· πολεμική ιαχή ενάντια στων Φιλισταίων τη χώρα θ’ αλαλάξω».

11 Αυτά είπες, Κυριε. Ποιός τώρα θα με φέρη νικητήν εις περιτειχισμένην πόλιν, όπως είναι η πρωτεύουσα της Ιδουμαίας; Ποιός θα με οδηγήση έως εις την χώραν τήίς Ιδουμαίας;
11 Ποιος θα με φέρει στην οχυρωμένη πόλη; και ποιος θα μ’ οδηγήσει ως την Εδώμ;

12 Συ, Κυριε, δεν θα είσαι ο οδηγός μου, συ ο οποίος προηγουμένως μας είχες απομακρύνει από κοντά σου; Συ ο Θεός μου δεν θα εξέλθης μαζή με τας στρατιωτικάς μας δυνάμεις, δια να μας οδηγήσης εις νίκας;
12 Ποιος άλλος από σένα, Θεέ, που μας απέρριψες, και που δε βγαίνεις πια στον πόλεμο, Θεέ, με τις στρατιές μας;

13 Δος μας, λοιπόν, βοήθειαν εις την παρούσαν θλίψιν, διότι είναι μάταιον να περιμένωμεν σωτηρίαν και βοήθειαν από ανθρώπους.
13 Δώσ’ μας βοήθεια στον εχθρό ενάντια· είναι ανώφελη η ανθρώπινη βοήθεια.

14 Με την βοήθειαν του Θεού θα ενεργήσωμεν με δύναμιν και θα νικήσωμεν. Και αυτός μόνος θα εκμηδενίση και θα εξευτελίση τους εχθρούς μας.
14 Με το Θεό μαζί μας θα κάνουμε σπουδαία κατορθώματα· εκείνος θα συντρίψει τους εχθρούς μας.