ΨΑΛΜΟΣ 108 – ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΟ ΘΕΟ ΝΑ ΕΠΕΜΒΕΙ

Κάθισμα 15

Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

1 Ὁ Θεός, τὴν αἴνεσίν μου μὴ παρασιωπήσῃς,

2 ὅτι στόμα ἁμαρτωλοῦ καὶ στόμα δολίου ἐπ᾿ ἐμὲ ἠνοίχθη, ἐλάλησαν κατ᾿ ἐμοῦ γλώσσῃ δολίᾳ

3 καὶ λόγοις μίσους ἐκύκλωσάν με καὶ ἐπολέμησάν με δωρεάν.

4 ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με ἐνδιέβαλλόν με, ἐγὼ δὲ προσηυχόμην·

5 καὶ ἔθεντο κατ᾿ ἐμοῦ κακὰ ἀντὶ ἀγαθῶν καὶ μῖσος ἀντὶ τῆς ἀγαπήσεώς μου.

6 κατάστησον ἐπ᾿ αὐτὸν ἁμαρτωλόν, καὶ διάβολος στήτω ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ·

7 ἐν τῷ κρίνεσθαι αὐτὸν ἐξέλθοι καταδεδικασμένος, καὶ ἡ προσευχὴ αὐτοῦ γενέσθω εἰς ἁμαρτίαν.

8 γενηθήτωσαν αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ὀλίγαι, καὶ τὴν ἐπισκοπὴν αὐτοῦ λάβοι ἕτερος.

9 γενηθήτωσαν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ὀρφανοὶ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ χήρα·

10 σαλευόμενοι μεταναστήτωσαν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ ἐπαιτησάτωσαν, ἐκβληθήτωσαν ἐκ τῶν οἰκοπέδων αὐτῶν.

11 ἐξερευνησάτω δανειστὴς πάντα, ὅσα ὑπάρχει αὐτῷ, καὶ διαρπασάτωσαν ἀλλότριοι τοὺς πόνους αὐτοῦ·

12 μὴ ὑπαρξάτω αὐτῷ ἀντιλήπτωρ, μηδὲ γενηθήτω οἰκτίρμων τοῖς ὀρφανοῖς αὐτοῦ·

13 γενηθήτω τὰ τέκνα αὐτοῦ εἰς ἐξολόθρευσιν, ἐν γενεᾷ μιᾷ ἐξαλειφθείη τὸ ὄνομα αὐτοῦ.

14 ἀναμνησθείη ἡ ἀνομία τῶν πατέρων αὐτοῦ ἔναντι Κυρίου, καὶ ἡ ἁμαρτία τῆς μητρὸς αὐτοῦ μὴ ἐξαλειφθείη·

15 γενηθήτωσαν ἐναντίον Κυρίου διαπαντός, καὶ ἐξολοθρευθείη ἐκ γῆς τὸ μνημόσυνον αὐτῶν,

16 ἀνθ᾿ ὧν οὐκ ἐμνήσθη ποιῆσαι ἔλεος καὶ κατεδίωξεν ἄνθρωπον πένητα καὶ πτωχὸν καὶ κατανενυγμένον τῇ καρδίᾳ τοῦ θανατῶσαι.

17 καὶ ἠγάπησε κατάραν, καὶ ἥξει αὐτῷ· καὶ οὐκ ἠθέλησεν εὐλογίαν, καὶ μακρυνθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ.

18 καὶ ἐνεδύσατο κατάραν ὡς ἱμάτιον, καὶ εἰσῆλθεν ὡσεὶ ὕδωρ εἰς τὰ ἔγκατα αὐτοῦ καὶ ὡσεὶ ἔλαιον ἐν τοῖς ὀστέοις αὐτοῦ.

19 γενηθήτω αὐτῷ ὡς ἱμάτιον, ὃ περιβάλλεται, καὶ ὡσεὶ ζώνη, ἣν διαπαντὸς περιζώννυται.

20 τοῦτο τὸ ἔργον τῶν ἐνδιαβαλλόντων με παρὰ Κυρίου καὶ τῶν λαλούντων πονηρὰ κατὰ τῆς ψυχῆς μου.

21 καὶ σύ, Κύριε Κύριε, ποίησον μετ᾿ ἐμοῦ ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, ὅτι χρηστὸν τὸ ἔλεός σου. ῥῦσαί με,

22 ὅτι πτωχὸς καὶ πένης εἰμὶ ἐγώ, καὶ ἡ καρδία μου τετάρακται ἐντός μου.

23 ὡσεὶ σκιὰ ἐν τῷ ἐκκλῖναι αὐτὴν ἀντανῃρέθην, ἐξετινάχθην ὡσεὶ ἀκρίδες.

24 τὰ γόνατά μου ἠσθένησαν ἀπὸ νηστείας, καὶ ἡ σάρξ μου ἠλλοιώθη δι᾿ ἔλαιον.

25 κἀγὼ ἐγενήθην ὄνειδος αὐτοῖς· εἴδοσάν με, ἐσάλευσαν κεφαλὰς αὐτῶν.

26 βοήθησόν μοι, Κύριε ὁ Θεός μου, καὶ σῶσόν με κατὰ τὸ ἔλεός σου.

27 καὶ γνώτωσαν ὅτι ἡ χείρ σου αὕτη καὶ σύ, Κύριε, ἐποίησας αὐτήν.

28 καταράσονται αὐτοί, καὶ σὺ εὐλογήσεις· οἱ ἐπανιστάμενοί μοι αἰσχυνθήτωσαν, ὁ δὲ δοῦλός σου εὐφρανθήσεται.

29 ἐνδυσάσθωσαν οἱ ἐνδιαβάλλοντές με ἐντροπὴν καὶ περιβαλέσθωσαν ὡς διπλοΐδα αἰσχύνην αὐτῶν.

30 ἐξομολογήσομαι τῷ Κυρίῳ σφόδρα ἐν τῷ στόματί μου καὶ ἐν μέσῳ πολλῶν αἰνέσω αὐτόν,

31 ὅτι παρέστη ἐκ δεξιῶν πένητος τοῦ σῶσαι ἐκ τῶν καταδιωκόντων τὴν ψυχήν μου.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὕμνος στό Θεό.
α2 Γιά νά βροῦν προκοπή οἱ διστακτικοί ἄνθρωποι.
γ Γιά νά θεραπεύση ὁ Θεός τούς σεληνιασμένους (ἐπιληπτικούς) ἤ γιά νά ἐλεήση τούς ψευδομάρτυρες νά μετανοήσουν.

Μετάφραση – Ερμηνεία

Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

1 Ω Θεέ μου, μη σιωπήσης εμπρός εις την προσευχήν, την οποίαν μετά δοξολογίας απευθύνω προς σέ.
1 Στον πρωτοψάλτη· ψαλμός του Δαβίδ. Θεέ, που σ’ εξυμνώ, μη μένεις σιωπηλός!

2 Διότι στόμα αμαρτωλού και δολίου ανθρώπου ηνοίχθη εναντίον μου. Ανδρες ασεβείς και πονηροί εστράφησαν εναντίον μου με δολίαν γλώσσαν.
2 Γιατί, το στόμα του ασεβή και του ύπουλου το στόμα μιλάνε εναντίον μου· με γλώσσα που λέει ψέματα μίλησαν για μένα.

3 Με περιεκύκλωσαν με λόγια μίσους και με πολεμούν χωρίς καμμίαν αιτίαν και αφορμήν.
3 Με λόγια μίσους με κυκλώνουνε κι αναίτια με πολεμούν.

4 Αντί να με αγαπούν δια την καλωσύνην μου, με συκοφαντούσαν· εγώ δε προσηυχόμην δι’ αυτούς.
4 Ενώ εγώ τους αγαπώ, αντιδικούν μαζί μου, αλλά εγώ προσεύχομαι γι’ αυτούς.

5 Μου ανταπέδωσαν κακά αντί αγαθών και μίσος αντί της αγάπης, που έτρεφα προς αυτούς.
5 Μου ανταποδίδουνε κακό για το καλό, αντί για την αγάπη μίσος.

6 Βαλε ασεβή και σκληρόν αυθέντην επάνω εις την κεφαλήν του κυρίως υπευθύνου δια την άδικον αυτήν καταφοράν και από τα δεξιά του ας σταθή διαβολικός κατήγορος.
6 Λένε: «Ας τον καταγγείλουμε ως ασεβή κι ας του ορίσουμε δολερό συνήγορο.

7 Οταν αυτός θα δικάζεται, είθε να εξέλθη καταδικασμένος και η προσευχή, την οποίαν εις την ώραν αυτήν της ανάγκης θα κάμη, ας καταλογισθή εις αυτόν ως αμαρτία και ας γίνη εις καταδίκην του.
7 Ώστε όταν θα δικάζεται, ένοχος να βρεθεί κι η προσευχή του να του λογιστεί αμαρτία.

8 Αι ημέραι της ζωής του ας γίνουν ολίγαι και το αξίωμά του είθε να το πάρη άλλος.
8 Ας γίνουν λιγοστές οι μέρες του κι άλλος ας πάρει το αξίωμά του.

9 Ορφανά και απροστάτευτα ας μείνουν τα παιδιά του, χήρα ας μείνει η γυναίκα του.
9 Ας γίνουν τα παιδιά του ορφανά κι η γυναίκα του χήρα.

10 Τα παιδιά του από τόπου εις τόπον μεταφερόμενα ας γίνουν επαίται. Ας εκδιωχθούν από τα κρημνισμένα σπίτια των.
10 Οι γιοι του ας πλανιούνται κι ας παρακαλούν, ας ζητιανεύουνε μακριά απ’ των σπιτιών τους τα ερείπια.

11 Ο δανειστής ας ερευνήση και ας καταγράψη όλα όσα ανήκουν εις αυτόν, και ξένοι άνθρωποι ας διαρπάσουν τους κόπους των χειρών του.
11 Ας απαιτήσει ο δανειστής όλα τα υπάρχοντά του, και ξένοι ας αρπάζουνε το μόχθο του.

12 Ας μη υπάρξη άνθρωπος να τον βοηθήση εις την συμφοράν του αυτήν, ούτε κανείς δια να λυπηθή τα ορφανά του.
12 Κανείς να μην του είναι στοργικός, κανένας σπλαχνικός για τα ορφανά του.

13 Ας εξολοθρευθούν τα παιδιά του, ώστε το όνομά του να σβήση, χωρίς να φθάση εις δεύτερον γενεάν τέκνων.
13 Οι απόγονοί του να ξολοθρευτούν, σε μια γενιά να σβήσει τ’ όνομά τους.

14 Είθε να μείνουν ολοφάνεροι και αλησμόνητοι ενώπιον του Κυρίου, οχι μόνον αι ιδικαί του αμαρτίαι αλλά και αι αμαρτίαι των προγόνων του. Ας μη διαγραφούν όσα ημάρτησεν η μητέρα του, ώστε και δια τας προγονικάς παραβάσεις να τιμωρηθή εκ μέρους του Θεού.
14 Ας τη θυμάται ο Κύριος την ανομία των προγόνων του, η αμαρτία της μάνας του ας μην εξαλειφτεί.

15 Ας παραμένουν πάντοτε ενώπιον του Κυρίου όλαι αυταί αι αμαρτίαι, δια να επισύρουν την θείαν οργήν, ώστε να εξολοθρευθή οπό τας κοινωνίας των ανθρώπων η μνήμη αυτού, με τους προγόνους και τους απογόνους του.
15 Να τα θυμάται όλ’ αυτά για πάντα ο Κύριος, μα η θύμηση των ίδιων από τη γη να εξαλειφθεί.

16 Διότι δεν εσκέφθη και δεν απεφάσισε να φανή εύσπλαγχνος, αλλά τουναντίον κατεδίωξεν άνθρωπον δυστυχή, πτωχόν, καταλυπημένον εις την καρδίαν, δια να τον εξοντώση.
16 Γιατί δε νοιάστηκε να δείξει έλεος, τον δύστυχο κατάτρεξε και τον φτωχό, τον ταλαιπωρημένο για να τον σκοτώσει.

17 Ο εχθρός μου ηγάπησε την κατάραν, και θα πέση επάνω του αυτή. Δεν ηθέλησε την ευλογίαν και δια τούτο η ευλογία θα απομακρυνθή από αυτόν.
17 Να καταριέται του άρεσε· ας πέσει πάνω του η κατάρα. Την ευλογία δεν την ήθελε· ας φύγει μακριά απ’ αυτόν.

18 Ως άλλο ένδυμα εφόρεσε και έφερε μαζή του την κατάραν και αυτή εισήλθεν στο εσωτερικόν του, όπως το ύδωρ που πίνομεν, όπως το έλαιον που τρώγομεν και το οποίον εισέρχεται μέχρι των οστών.
18 Ντύθηκε την κατάρα όπως το ρούχο του· ας μπει αυτή μέσα του σαν το νερό και σαν το λάδι ας μείνει πάνω του.

19 Η κατάρα ας γίνη δι’ αυτόν, αφού το θέλει, ως ένδυμα, το οποίον φορεί, και ωσάν ζώνη, με την οποίαν πάντοτε είναι ζωσμένος.
19 Λοιπόν, ας μείνει πάνω του καθώς η φορεσιά που πάντα τον σκεπάζει κι όπως η ζώνη που πάντα του την περιζώνεται».

20 Αυτο είναι το τραγικόν κατάντημα εκ μέρους του Κυρίου εναντίον εκείνων γενικώς, οι οποίοι με συκοφαντούν και λαλούν πονηρά και παράνομα κατά της ψυχής μου.
20 Μ’ αυτή την τιμωρία πλήρωσέ τους, Κύριε, αυτούς που με κατηγορούν και με συκοφαντούνε.

21 Συ, Κυριέ μου Κυριε, ενέργησε κατά τέτοιον τρόπον, ώστε να φανή, ότι είσαι πράγματι μαζή μου. Βοήθησέ με ένεκεν του Ονόματός σου, που εκφράζει έλεος και ευσπλαγχνίαν. Αγαθή και ευεργετική είναι η ευσπλαγχνία σου.
21 Εσύ, Κύριε, Θεέ, πράξε για μένα όπως αυτό που είσαι σου επιβάλλει· η καλοσύνη σου είναι τέλεια, γλίτωσέ με.

22 Λυτρωσέ με, διότι εγώ είμαι πτωχός και ταλαιπωρημένος, και η καρδία μου έχει συγκλονισθή εντός μου.
22 Γιατί, εγώ είμαι φτωχός και πένητας, και πληγωμένη είναι μέσα μου η καρδιά μου.

23 Οπως η σκια κατά την δύσιν του ηλίου κλίνει και σβήνει, έτσι και εγώ κινδυνεύω να χαθώ. Οπως αι ακρίδες εκτινάσσονται από τον σφοδρόν άνεμον, έτσι και εγώ τινάσσομαι και ωθούμαι από την δυστυχίαν μου.
23 Σαν τη σκιά που αποτραβιέται, λίγο λίγο χάνομαι, μ’ αποτινάξανε σαν να ’μουνα ακρίδα.

24 Τα γόνατά μου από την πείναν και την ασιτίαν έχουν εξασθενήσει, όλη δε η εμφάνισίς μου έχει αλλοιωθή από την έλλειψιν λαδιού· έγινα αγνώριστος.
24 Τα γόνατά μου απ’ τη νηστεία τρέμουνε και το κορμί μου απόμεινε ισχνό.

25 Κατήντησα αντικείμενον χλευασμού και ύδρεων στους εχθρούς μου. Αυτοί με είδαν και ευχαριστήθησαν. Εκίνησαν εμπαικτικώς τας κεφαλάς των εναντίον μου.
25 Κι εγώ τους έγινα περίγελως· όταν με βλέπουνε κουνάνε το κεφάλι.

26 Βοήθησέ με, λοιπόν, Κυριε και Θεέ μου, και σώσε με από τα χέρια αυτών, σύμφωνα με το αμέτρητον έλεός σου.
26 Βοήθησέ με, Κύριε, Θεέ μου, με την πολλή σου αγάπη σώσε με.

27 Ας μάθουν ότι η σωτηρία μου είναι έργον της παντοδυνάμου δεξιάς σου. Συ επραγματοποίησες την λύτρωσίν μου.
27 Κι ας δουν σ’ αυτήν την πράξη σου τη δύναμή σου, και πως δικό σου έργο είναι, Κύριε.

28 Εκείνοι θα καταρώνται, συ όμως θα με ευλογής. Ετσι δε οι εχθροί, που επαναστατούν εναντίον μου, θα κατεντροπιασθούν και θα εξευτελισθούν, εγώ δε ο δούλός σου θα ευφρανθώ δια τας δωρεάς σου.
28 Κι αν καταριούνται αυτοί, εσύ θα μ’ ευλογείς· κι αν σηκωθούνε εναντίον μου, θα καταντροπιαστούνε, και θα χαρεί ο αφοσιωμένος σου.

29 Οι συκοφάνται μου ας ενδυθούν ως μόνιμον ισοβιον ένδυμα την εντροπήν. Ας περιβληθούν μόνιμον την καταισχύνην, ωσάν πλατύν μανδύαν με πολλάς περιτυλίξεις.
29 Οι συκοφάντες μου ας ντυθούνε την ντροπή, και την αισχύνη τους καθώς μανδύα ας τη φορέσουν.

30 Εγώ δε θα δοξολογήσω τον Κυριον με όλην μου την δύναμιν δια του στόματός μου. Εν μέσω πολλών άλλων θα υμνολογήσω αυτόν.
30 Τον Κύριο με τα λόγια μου πολύ θα τον δοξολογώ, και μες στο πλήθος ύμνους θα του ψάλλω.

31 Διότι παρεστάθη βοηθός εκ δεξιών εμού του πτωχού, δια να σώση την ζωήν μου από εκείνους, που με καταδιώκουν.
31 Αυτός τον φτωχό τον παραστέκεται, για να τον σώζει από κείνους που τον καταδικάζουν.