ΨΑΛΜΟΣ 49 – Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ ΓΙΑ Ν’ ΑΝΑΓΓΕΙΛΕΙ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ

Κάθισμα 7

Ψαλμὸς τῷ Ἀσάφ.

1 Θεὸς θεῶν Κύριος ἐλάλησε καὶ ἐκάλεσε τὴν γῆν ἀπὸ ἀνατολῶν ἡλίου μέχρι δυσμῶν.

2 ἐκ Σιὼν ἡ εὐπρέπεια τῆς ὡραιότητος αὐτοῦ,

3 ὁ Θεὸς ἐμφανῶς ἥξει, ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ οὐ παρασιωπήσεται· πῦρ ἐνώπιον αὐτοῦ καυθήσεται, καὶ κύκλῳ αὐτοῦ καταιγὶς σφόδρα.

4 προσκαλέσεται τὸν οὐρανὸν ἄνω καὶ τὴν γῆν τοῦ διακρῖναι τὸν λαὸν αὐτοῦ·

5 συναγάγετε αὐτῷ τοὺς ὁσίους αὐτοῦ, τοὺς διατιθεμένους τὴν διαθήκην αὐτοῦ ἐπὶ θυσίαις,

6 καὶ ἀναγγελοῦσιν οἱ οὐρανοὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, ὅτι ὁ Θεὸς κριτής ἐστι. (διάψαλμα).

7 ἄκουσον, λαός μου, καὶ λαλήσω σοι, Ἰσραήλ, καὶ διαμαρτύρομαί σοι· ὁ Θεὸς ὁ Θεός σού εἰμι ἐγώ.

8 οὐκ ἐπὶ ταῖς θυσίαις σου ἐλέγξω σε, τὰ δὲ ὁλοκαυτώματά σου ἐνώπιόν μου ἐστὶ διαπαντός.

9 οὐ δέξομαι ἐκ τοῦ οἴκου σου μόσχους οὐδὲ ἐκ τῶν ποιμνίων σου χιμάρους.

10 ὅτι ἐμά ἐστι πάντα τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ, κτήνη ἐν τοῖς ὄρεσι καὶ βόες·

11 ἔγνωκα πάντα τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ὡραιότης ἀγροῦ μετ᾿ ἐμοῦ ἐστιν.

12 ἐὰν πεινάσω, οὐ μή σοι εἴπω· ἐμὴ γάρ ἐστιν ἡ οἰκουμένη καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς.

13 μὴ φάγομαι κρέα ταύρων, ἢ αἷμα τράγων πίομαι;

14 θῦσον τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως καὶ ἀπόδος τῷ Ὑψίστῳ τὰς εὐχάς σου·

15 καὶ ἐπικάλεσαί με ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς σου, καὶ ἐξελοῦμαί σε, καὶ δοξάσεις με. (διάψαλμα).

16 τῷ δὲ ἁμαρτωλῷ εἶπεν ὁ Θεός· ἱνατί σὺ ἐκδιηγῇ τὰ δικαιώματά μου καὶ ἀναλαμβάνεις τὴν διαθήκην μου διὰ στόματός σου;

17 σὺ δὲ ἐμίσησας παιδείαν καὶ ἐξέβαλες τοὺς λόγους μου εἰς τὰ ὀπίσω.

18 εἰ ἐθεώρεις κλέπτην, συνέτρεχες αὐτῷ, καὶ μετὰ μοιχοῦ τὴν μερίδα σου ἐτίθεις.

19 τὸ στόμα σου ἐπλεόνασε κακίαν, καὶ ἡ γλῶσσά σου περιέπλεκε δολιότητας·

20 καθήμενος κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ σου κατελάλεις καὶ κατὰ τοῦ υἱοῦ τῆς μητρός σου ἐτίθεις σκάνδαλον.

21 ταῦτα ἐποίησας, καὶ ἐσίγησα· ὑπέλαβες ἀνομίαν, ὅτι ἔσομαί σοι ὅμοιος· ἐλέγξω σε καὶ παραστήσω κατὰ πρόσωπόν σου τὰς ἁμαρτίας σου.

22 σύνετε δὴ ταῦτα, οἱ ἐπιλανθανόμενοι τοῦ Θεοῦ, μήποτε ἁρπάσῃ, καὶ οὐ μὴ ᾖ ὁ ῥυόμενος.

23 θυσία αἰνέσεως δοξάσει με, καὶ ἐκεῖ ὁδός, ᾗ δείξω αὐτῷ τὸ σωτήριόν μου.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Σκέψεις ἐπάνω στή ζωή καί στό θάνατο.
α2 Γι’ αὐτούς πού ἔχασαν τήν ζωή τους ἀπό βίαιο θάνατο, (ἀτυχήματα, πόλεμοι, δολοφονίες κ.ἄ.)
β Γιά τήν βασιλεία καί τήν ἐξουσία τοῦ Θεοῦ.
γ Γιά νά μετανοήσουν καί νά ἐπιστρέψουν στό Θεό καἰ νά σωθοῦν.
ζ Ὑποδεικνύεται ἡ διά τῶν ἔργων δοξολογία τοῦ Θεοῦ ὡς ἡ μόνη ἀσφαλής καί προσήκουσα στό Θεό λατρεία.
θ “Πρός δοξολογίαν καί ἐν γένει πρός λατρείαν τοῦ Θεοῦ ἐν οἷς ἐκτίθενται αἱ τοῦ Θεοῦ ἰδιότητες. Ἡ δύναμις, ἡ μεγαλειότης, ἡ δόξα καί ἄλλαι ἰδιότητές Του”.
“Χαρακτῆρες καί ἰδιώματα τῶν ἀγαθῶν καί τῶν κακῶν ἀνθρώπων καί περί τῆς εὐτυχίας καί δυστυχίας αὐτῶν”.

Μετάφραση – Ερμηνεία

Ψαλμὸς τῷ Ἀσάφ.

1 Ο αιώνιος και απειροτέλειος Θεός, ο Κυριος όλων των καττά χάριν Θεών, των αρχόντων και δικαστών της γης, προσκαλεί όλην την οικουμένην από ανατολών μέχρι δυσμών.
1 Ψαλμός του Ασάφ. Θεός θεών ο Κύριος, μίλησε και κάλεσε τη γη απ’ την ανατολή του ήλιου ως τη δύση.

2 Ακτινοβολείται από την Σιών η ασύλληπτος λαμπρότης και ωραιότης της απείρου τελειότητός του.
2 Απ’ τη Σιών -της ομορφιάς το στέμμα- έλαμψε ο Θεός.

3 Ο Κυριος έρχεται ολοφάνερα με το μεγαλείον της δόξης του. Δεν θα τηρήση πλέον σιωπήν. Καυστικόν πυρ προπορεύεται έμπροσθέν του. Και καταιγίς μεγάλη εκσπά ολόγυρά του.
3 Θα ‘ρθεί ο Θεός μας και δεν θα αδρανήσει· μπροστά του πάει φωτιά που κατακαίει, τριγύρω του μεγάλη ανεμοθύελλα.

4 Προσκαλεί ως μάρτυρας τον ουρανόν άνω και την γην κάτω, προκειμένου να στήση δικαστήριον και να δικάση τον λαόν του.
4 Καλεί τους ουρανούς, καλεί τη γη σαν μάρτυρες, για να δικάσει το λαό του.

5 Σεις οι άγγελοι συναθροίσατε, λοιπόν, ενώπιόν του τους αγίους του, τους εκλεκτούς Ισραηλίτας, οι οποίοι έδειξαν την αγαθήν διάθεσίν των με τας ευλαβείς θυσίας τότε, που εδέχθησαν την διαθήκην του στο όρος Σινά.
5 «Μαζέψτε μπρος μου τους πιστούς μου», είπ’ ο Θεός, «που δέχτηκαν τη διαθήκη μου και την επισφραγίσανε προσφέροντας θυσία».

6 Οι ουρανοί θα καταθέσουν ως μάρτυρες δια την δικαιοσύνην του, διότι αυτός είναι τώρα ο υπέρτατος δικαστής.
6 Οι ουρανοί κηρύττουν τη δικαιοσύνη του· Θεός είναι ο κριτής αυτός. (Διάψαλμα)

7 Ο Κυριος ομιλεί. Ακουσε, λαέ μου, διότι θα ομιλήσω προς σέ, ισραηλιτικέ λαέ· δώσε προσοχήν, διότι θα διαμαρτυρηθώ εντόνως προς σέ. Εγώ, που ομιλώ, είμαι ο Θεός όλου του κόσμου και ιδιαιτέρως ο ιδικός σου Θεός.
7 «ʼκου, λαέ μου, θα μιλήσω· Ισραήλ, θα μαρτυρήσω εναντίον σου· εγώ ο Θεός, ο Θεός σου.

8 Δεν θα σε ελέγξω δια τας διαφόρους θυσίας σου. Τα ολοκαυτώματά σου, που προσφέρονται προς εμέ, ευρίσκονται πάντοτε ενώπιόν μου.
8 Θυσίες μού προσφέρεις. Δε σε κατηγορώ γι’ αυτές· τα ολοκαυτώματά σου διαρκώς είναι μπροστά μου.

9 Αλλά δεν έχω ανάγκην να δεχθώ μόσχους από τον οίκον σου και τράγους από τα κοπάδια σου.
9 Αλλά δε θα δεχτώ μοσχάρι από το στάβλο σου, ούτε μου χρειάζονται τραγιά απ’ το μαντρί σου.

10 Διότι όλα τα άγρια θηρία των δασών είναι ιδικά μου, όπως και τα κατοικίδια ζώα, τα οποία βόσκουν εις τα όρη, και οι βόες, όλα είναι ιδικά μου.
10 Γιατί δικά μου είναι τα ζώα όλα του δάσους, τ’ αγρίμια όλα που ζουν απάνω στα βουνά.

11 Εγώ γνωρίζω πολύ καλά τα πάντα. Είμαι ο Κυριος επί των πτηνών του ουρανού και η ωραία πολύχρωμος βλάστησις του αγρού ευρίσκεται πάντοτε εις την κυριότητά μου.
11 Γνωρίζω όλα τα πουλιά στις κορυφές ψηλά κι ό,τι σαλεύει μέσα στους αγρούς σ’ εμένα ανήκει.

12 Εάν θα πεινάσω, δεν πρόκειται να σου είπω να μου δώσης φαγητόν, διότι ιδική μου είναι όλη η γη και όλα εκείνα, από τα οποία αυτή είναι γεμάτη.
12 Αν ήταν να πεινάσω δε θα ερχόμουν να σ’ το πω, γιατί δική μου είν’ η γη και ό,τι τη γεμίζει.

13 Μηπως έχω εγώ ανάγκην να φάγω κρέατα ταύρων και να πίω αίμα τράγων; Οχι βέβαια.
13 Μήπως εγώ το κρέας τρώω των βοδιών και μήπως το αίμα πίνω εγώ των τράγων;

14 Δι’ αυτό συ πρόσφερε στον Θεόν σου ως θυσίαν την δοξολογίαν και εκπλήρωσε όλα τα τάματα, που έχεις τάξει προς αυτόν.
14 Πρόσφερε μάλλον την ευχαριστία σου σ’ εμένα το Θεό κι εκπλήρωσε τα τάματά σου σ’ εμέ τον Ύψιστο.

15 Επικάλεσαί με εις περίοδον θλίψεως και εγώ θα σε απαλλάξω από αυτήν και συ ευγνωμονών θα με δοξολογήσης.
15 Επικαλέσου με στης θλίψης σου τη μέρα· θα σε λυτρώσω και θα με δοξάσεις». (Διάψαλμα)

16 Εις δε τον αμαρτωλόν είπεν ο Θεός· Διατί συ τολμάς και διηγείσαι τους νόμους και τας εντολάς μου και παίρνεις στο αμαρτωλόν στόμα σου την διαθήκην μου, την οποίαν συ καταπατείς;
16 Είπε στον απειθή ο Θεός: «Τι ωφελεί τις εντολές μου ν’ απαγγέλλεις; να ‘χεις τη διαθήκη μου στο στόμα σου,

17 Συ εμίσησες την διορθωτικήν παιδαγωγίαν μου και πετάς προς τα οπίσω με περιφρόνησιν τους λόγους μου.
17 εσύ, που δεν ανέχεσαι να σε διορθώνω κι αψήφιστα παίρνεις τα λόγια μου;

18 Εάν έβλεπες κλέπτην έτρεχες και συ μαζή του ως συνεργός του· συμμετείχες δε εις τας αθλιότητας των μοιχών.
18 Όταν βλέπεις τον κλέφτη, μαζί του συντροφιάζεσαι· με τους μοιχούς έχεις δοσοληψίες.

19 Το στόμα σου είναι απύλωτον εις πλήθος κακιών, η δε γλώσσα σου εξυφαίνει πάντοτε δολιότητας.
19 Για το κακό, το στόμα σου είν’ ορθάνοιχτο· κι η γλώσσα σου υφαίνει την απάτη.

20 Καθήμενος αργός κατηγορούσες και δυσφημούσες τον αδελφόν σου και εναντίον του υιού της μητρός σου, εναντίον του αδελφού σου, έστηνες παγίδας και έθετες προσκόμματα, δια να σκοντάψη και πέση.
20 Κάθεσαι και κακολογείς το διπλανό σου κι αναίσχυντα συκοφαντείς της μάνας σου το γιο.

21 Αυτά έπραξες και εγώ έδειξα μακροθυμίαν και εσιώπησα. Ενόμισες όμως παραλόγως και παρανόμως, ότι θα είμαι όμοιος με σέ. Θα έλθη όμως η στιγμή, οπότε θα σε ελέγξω και θα φανερώσω ενώπιόν σου και ενώπιον των άλλων τας αμαρτίας σου, δια να σε εξευτελίσω.
21 Αυτά όλα έκανες εσύ, κι εγώ ήμουν σιωπηλός. Νόμισες μήπως όμοιος ότι έγινα μ’ εσένα; Αλλά θα σ’ επιπλήξω, κι όλα θα τ’ αραδιάσω στα μάτια σου μπροστά.

22 Εννοήσατε, λοιπόν, όλα αυτά όσοι λησμονείτε τον Θεόν, μήπως και σας αρπάση εις τας χείρας της η θεία δικαιοσύνη, οπότε δεν θα υπάρχη κανείς να σας γλυτώση.
22 »Ετούτα στοχαστείτε τα εσείς που μ’ έχετε ξεχάσει· μήπως και σας αρπάξω και σωτήρας δε βρεθεί.

23 Θυσία δοξολογίας από αγνήν καρδίαν αρκεί να με δοξάση πράγματι· και αυτός είναι ο ευθύς δρόμος, τον οποίον εγώ θα δείξω εις καθένα, που ποθεί την σωτηριώδη βοήθειάν μου.
23 Ευχαριστία, αυτή είν’ η προσφορά που με δοξάζει· κι όποιος το δρόμο του ευθύ χαράζει σ’ αυτόν θα δείξω τη σωτηρία μου».