ΨΑΛΜΟΣ 21 – ΘΕΕ ΜΟΥ, ΓΙΑΤΙ Μ’ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΕΣ;

Κάθισμα 3

1 Εἰς τὸ τέλος, ὑπὲρ τῆς ἀντιλήψεως τῆς ἑωθινῆς· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

2 Ὁ Θεὸς, ὁ Θεός μου, πρόσχες μοι· ἵνα τί ἐγκατέλιπές με; μακρὰν ἀπὸ τῆς σωτηρίας μου οἱ λόγοι τῶν παραπτωμάτων μου.

3 ὁ Θεός μου, κεκράξομαι ἡμέρας, καὶ οὐκ εἰσακούσῃ, καὶ νυκτός, καὶ οὐκ εἰς ἄνοιαν ἐμοί.

4 σὺ δὲ ἐν ἁγίῳ κατοικεῖς, ὁ ἔπαινος τοῦ Ἰσραήλ.

5 Σ’ εσένα ελπίσανε οι πρόγονοί μας· ελπίσαν και τους ελευθέρωσες.

6 πρὸς σὲ ἐκέκραξαν καὶ ἐσώθησαν, ἐπὶ σοὶ ἤλπισαν καὶ οὐ κατῃσχύνθησαν.

7 ἐγὼ δέ εἰμι σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος, ὄνειδος ἀνθρώπων καὶ ἐξουθένημα λαοῦ.

8 πάντες οἱ θεωροῦντές με ἐξεμυκτήρισάν με, ἐλάλησαν ἐν χείλεσιν, ἐκίνησαν κεφαλήν·

9 ἤλπισεν ἐπὶ Κύριον, ῥυσάσθω αὐτόν· σωσάτω αὐτόν, ὅτι θέλει αὐτόν.

10 ὅτι σὺ εἶ ὁ ἐκσπάσας με ἐκ γαστρός, ἡ ἐλπίς μου ἀπὸ μαστῶν τῆς μητρός μου·
.
11 ἐπὶ σὲ ἐπεῤῥίφην ἐκ μήτρας, ἀπὸ γαστρὸς μητρός μου Θεός μου εἶ σύ·

12 μὴ ἀποστῇς ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι θλῖψις ἐγγύς, ὅτι οὐκ ἔστιν ὁ βοηθῶν.

13 περιεκύκλωσάν με μόσχοι πολλοί, ταῦροι πίονες περιέσχον με·

14 ἤνοιξαν ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ στόμα αὐτῶν ὡς λέων ἁρπάζων καὶ ὠρυόμενος.

15 ὡσεὶ ὕδωρ ἐξεχύθην, καὶ διεσκορπίσθη πάντα τὰ ὀστᾶ μου, ἐγενήθη ἡ καρδία μου ὡσεὶ κηρὸς τηκόμενος ἐν μέσῳ τῆς κοιλίας μου·

16 ἐξηράνθη ὡσεὶ ὄστρακον ἡ ἰσχύς μου, καὶ ἡ γλῶσσά μου κεκόλληται τῷ λάρυγγί μου, καὶ εἰς χοῦν θανάτου κατήγαγές με.

17 ὅτι ἐκύκλωσάν με κύνες πολλοί, συναγωγὴ πονηρευομένων περιέσχον με, ὤρυξαν χεῖράς μου καὶ πόδας.

18 ἐξηρίθμησαν πάντα τὰ ὀστᾶ μου, αὐτοὶ δὲ κατενόησαν καὶ ἐπεῖδόν με.

19 διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον.

20 σὺ δέ, Κύριε, μὴ μακρύνῃς τὴν βοήθειάν μου ἀπ᾿ ἐμοῦ, εἰς τὴν ἀντίληψίν μου πρόσχες.

21 ῥῦσαι ἀπὸ ῥομφαίας τὴν ψυχήν μου, καὶ ἐκ χειρὸς κυνὸς τὴν μονογενῆ μου·

22 σῶσόν με ἐκ στόματος λέοντος καὶ ἀπὸ κεράτων μονοκερώτων τὴν ταπείνωσίν μου.

23 διηγήσομαι τὸ ὄνομά σου τοῖς ἀδελφοῖς μου, ἐν μέσῳ ἐκκλησίας ὑμνήσω σε.

24 οἱ φοβούμενοι τὸν Κύριον, αἰνέσατε αὐτόν, ἅπαν τὸ σπέρμα Ἰακώβ, δοξάσατε αὐτόν, φοβηθήτω δὴ ἀπ’ αὐτοῦ ἅπαν τὸ σπέρμα Ἰσραήλ,

25 ὅτι οὐκ ἐξουδένωσεν οὐδὲ προσώχθισε τῇ δεήσει τοῦ πτωχοῦ, οὐδὲ ἀπέστρεψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ ἐν τῷ κεκραγέναι με πρὸς αὐτὸν εἰσήκουσέ μου.

26 παρὰ σοῦ ὁ ἔπαινός μου ἐν ἐκκλησίᾳ μεγάλῃ, ἐξομολογήσομαί σοι, τὰς εὐχάς μου ἀποδώσω ἐνώπιον τῶν φοβουμένων σε.

27 φάγονται πένητες καὶ ἐμπλησθήσονται, καὶ αἰνέσουσι Κύριον οἱ ἐκζητοῦντες αὐτόν· ζήσονται αἱ καρδίαι αὐτῶν εἰς αἰῶνα αἰῶνος.

28 μνησθήσονται καὶ ἐπιστραφήσονται πρὸς Κύριον πάντα τὰ πέρατα τῆς γῆς καὶ προσκυνήσουσιν ἐνώπιον αὐτοῦ πᾶσαι αἱ πατριαὶ τῶν ἐθνῶν,

29 ὅτι τοῦ Κυρίου ἡ βασιλεία, καὶ αὐτὸς δεσπόζει τῶν ἐθνῶν.

30 ἔφαγον καὶ προσεκύνησαν πάντες οἱ πίονες τῆς γῆς, ἐνώπιον αὐτοῦ προπεσοῦνται πάντες οἱ καταβαίνοντες εἰς γῆν. καὶ ἡ ψυχή μου αὐτῷ ζῇ,

31 καὶ τὸ σπέρμα μου δουλεύσει αὐτῷ· ἀναγγελήσεται τῷ Κυρίῳ γενεὰ ἡ ἐρχομένη,

32 καὶ ἀναγγελοῦσι τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ λαῷ τῷ τεχθησομένῳ, ὃν ἐποίησεν ὁ Κύριος.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Εὐχαριστία γιά τόν βασιλέα.
α2 Γιά νά ἔχη σωστή πορεία ἡ χώρα, ἡ πόλη τό χωριό.
γ Γιά νά ἐμποδίση ὁ Θεός τήν (ἐπέκταση) τῆς πυρκαϊᾶς, γιά νά μήν γίνη κακό.
στ Ὅταν ἡ ψυχή διακατέχεται ἀπό ἀπελπισία.
θ “Ἐν καταστάσει βαθυμίας, θλίψεως, κατηφείας, μελαγχολίας.
“Πρός εὐχαριστίαν ἕνεκα ἐλέους καί χάριτος”.
“Προφητικοί, ἐν οἷς προλέγονται καί προδιαγράφονται ἀκριβῶς μέλλοντα γενέσθαι γεγονότα ἀφορῶντα ἰδίως εἰς τό πρόσωπον τοῦ προσδοκωμένου Μεσσίου”.

Μετάφραση – Ερμηνεία

1 –
1 Στον πρωτοψάλτη· όπως «το ελάφι της αυγής». Ψαλμός του Δαβίδ.

2 Θεέ μου Θεέ μου, δώσε προσοχήν στον πόνον μου. Διατί με έχεις εγκαταλείψει; Βλέπω, ότι η σωτηρία μου είναι πολύ μακράν. Εχω βυθισθή εις απύθμενον βάθος οδύνης, και συ δεν ακούεις τας θρηνώδεις κραυγάς της προσευχής μου.
2 Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες; γιατί στέκεις μακριά και δε με σώζεις; γιατί τα λόγια της κραυγής μου δεν ακούς;

3 Θεέ μου, φωνάζω προς σε όλην την ημέραν, χωρίς όμως και να εισακούωμαι. Κράζω όλην την νύκτα, χωρίς ποτέ από κανένα να χαρακτηρισθή ως παραλογισμός και ανοησία η εναγώνιος αυτή προσευχή μου.
3 Θεέ μου, σου κράζω όλη τη μέρα, μα εσύ δεν αποκρίνεσαι· φωνάζω και τη νύχτα, μα να ησυχάσω δεν μπορώ.

4 Και όμως αισθάνομαι ότι συ είσαι κοντά μου, διότι κατοικείς στον ιερόν τόπον της σκηνής σου, εις την Σιών. Συ είσαι η δόξα και το καύχημα του λαού σου του ισραηλιτικού.
4 Αλλά εσύ ‘σαι ο Άγιος κι είσαι πάντα εκείνος που ο Ισραήλ δοξολογεί.

5 ἐπὶ σοὶ ἤλπισαν οἱ πατέρες ἡμῶν, ἤλπισαν, καὶ ἐῤῥύσω αὐτούς·
5 Εις σε είχαν στηρίξει τας ελπίδας των οι πρόγονοί μας. Εις σε ήλπισαν και συ, ανταμείβων την πίστιν των, τους απήλλαξες από τους κινδύνους.

6 Προς σε έκραξαν εκείνοι με όλην των την δύναμιν και εσώθησαν από τα κακά και τους κινδύνους, που τους απειλούσαν. Εις σε εστήριξαν τας ελπίδας των και δεν εντροπιάσθησαν δι’ αυτό, αλλά εδικαιώθησαν.
6 Σ’ εσένα φώναξαν με δύναμη και σώθηκαν· σ’ εσένα ελπίσανε και δεν ντροπιάστηκαν.

7 Εγώ όμως είμαι άθλιος ωσάν ένας σκώληξ, δεν είμαι καν άνθρωπος. Εγινα χλευασμός και περίγελως των ανθρώπων. Σαν μια τιποτένια ύπαρξις θεωρούμαι από τον λαόν.
7 Αλλά εγώ είμαι σκουλήκι κι όχι άνθρωπος· ανθρώπου παρωδία και λαού απόδιωγμα.

8 Ολοι όσοι με βλέπουν με εμπαίζουν και με σαρκάζουν· με υβρίζουν και με βλασφημούν, κινούν ειρωνικώς και απειλητικώς την κεφαλήν των λέγοντες·
8 Με ειρωνεύεται καθένας που με βλέπει· ζαρώνουνε τα χείλη τους, κουνάνε το κεφάλι:

9 “ισχυρίζεται ότι έχει στηρίξει τας ελπίδας του στον Κυριον. Αν αυτό είναι αληθινόν, ας τον σώση ο Θεός από τον θάνατον. Ας τον σώση, διότι αυτός ισχυρίζετο, ότι ο Κυριος τον θέλει, ότι ο Κυριος τον αγαπά ιδιαιτέρως”.
9 «Κατέφυγε στον Κύριο», λένε, «ας τον σώσει· ας τον λυτρώσει, αφού τον αγαπάει».

10 Και όμως εγώ αισθάνομαι και έχω την βεβαιότητα ότι αγαπώμαι από σε, διότι συ είσαι εκείνος, ο οποίος με ανέσπασες από την κοιλίαν της μητρός μου και με έφερες στον κόσμον. Συ είσαι η ελπίς μου από αυτής ακόμα της βρεφικής μου ηλικίας, όταν εθήλαζα το γάλα της μητρός μου.
10 Εσύ με πήρες απ’ τη μήτρα· και μ’ εμπιστεύτηκες στης μάνας μου τα στήθια.

11 Και έμβρυον, όταν ακόμη ευρισκόμην εις την κοιλίαν της μητρός μου, εις σε είχα επιρριφθή με πίστιν. Ναι, Κυριε, από της εποχής, που ήμούν εις την κοιλίαν της μητρός μου, συ είσαι ο Θεός μου και σωτήρ μου.
11 Είμαι κοντά σου από τη γέννησή μου· απ’ την κοιλιά της μάνας μου εσύ ‘σαι ο Θεός μου.

12 Μη, λοιπόν, απομακρυνθής και τώρα από εμέ, διότι ευρίσκομαι εις μεγάλην θλίψιν και δεν υπάρχει κανείς να μου δώση βοήθειαν.
12 Μη φεύγεις από μένα! Η θλίψη έρχεται· και δεν υπάρχει βοηθός.

13 Οι εχθροί μου με έχουν περικυκλώσει, ωσάν άγριοι μόσχοι. Από παντού με έχουν περισφίγξει σαν δυνατοί μαινόμενοι ασυγκράτητοι ταύροι.
13 Με βάλανε στη μέση δυνατοί πολλοί, της Βασάν οι ταύροι με κυκλώσαν.

14 Ηνοιξαν εναντίον μου διάπλατα φοβερόν το στόμα των σαν άγρια ληοντάρια, τα οποία ωρυόμενα αρπάζουν με μανίαν το θύμα των.
14 Δείχνονται απειλητικοί εναντίον μου σαν το λιοντάρι που ξεσκίζει και βρυχιέται.

15 Από τους τρομερούς και αβάστακτους πόνους παρέλυσα. Εγινα σαν το νερό, που χύνεται ασκόπως κατά γης. Σαν να εξεκλειδώθησαν αι αρθρώσεις μου, σαν να διεσκορπίσθησαν τα οστά μου. Η καρδία μου μέσα στο στήθος μου είναι ωσάν κερί, το οποίον λυώνει από την φωτιάν.
15 Σαν το νερό παρέλυσα, τσακίστηκαν όλα τα κόκαλά μου. Μέσα μου έγιν’ η καρδιά σαν το κερί που λιώνει.

16 Σαν πήλινο σκεύος, το οποίον χωρίς νερό ξηραίνεται στον φλογερόν ήλιον, έτσι εξηράνθη και εξέλιπεν η δύναμίς μου. Η γλώσσα μου από την δίψαν, που με κατακαίει και την αγωνίαν, εκόλλησεν στον λάρυγγά μου. Και συ, Κυριε, φαίνεται σαν να με άφησες, να φθάσω στο χώμα του βαθέος τάφου.
16 Σαν κεραμίδι ο λάρυγγάς μου στέγνωσε, κι η γλώσσα μου κολλάει στον ουρανίσκο· με έριξες στο χώμα να πεθάνω.

17 Διότι ιδού, οι εχθροί μου σαν αγέλη αγρίων κυνών με έχουν περικυκλώσει. Ο συρφετός αυτός των κακούργων ανθρώπων σαν με φοβερά καρφιά έχουν διατρυπήσει τα χέρια μου και τα πόδια μου.
17 Σκύλοι με κύκλωσαν, κακοποιών φατρία μ’ έβαλε στη μέση· ξεσκίσανε τα χέρια και τα πόδια μου.

18 Από την εξάντλησιν και την αδυναμίαν, εις την οποίαν έχω καταντήσει, υμπορούν όλοι να διακρίνουν και να μετρούν τα οστά του σώματός μου. Οι εχθροί μου με χαιρεκακίαν πολλήν κατέστησαν τον πόνον μου και τον σπαραγμόν μου.
18 Μπορούν να μετρηθούν όλα τα κόκαλά μου· κι εκείνοι με κοιτάζουνε.

19 Εμοιράσθησαν μεταξύ των τα ενδύματά μου και δια το ακριβώτερον ένδυμά μου- τον άρραφον χιτώνα- έβαλαν κλήρον, ποιός θα το πάρη.
19 Τα ρούχα μου μοιράζουν μεταξύ τους και ρίχνουν κλήρο για τη φορεσιά μου.

20 Συ όμως, Κυριε, μη βραδύνης να με βοηθήσης. Μη αναβάλλης αλλά ελά εις την βοήθειάν μου.
20 Εσύ όμως, Κύριε, μη μένεις μακριά μου· έλα γοργά να με βοηθήσεις, δύναμή μου!

21 Γλύτωσε, Κυριε, την ζωήν μου από την ρομφαίαν, την οποίαν με μανίαν υψώνουν και ετοιμάζονται να καταφέρουν εναντίον μου οι εχθροί μου. Την μονάκριβον και πολύτιμον ψυχήν μου γλύτωσέ την, Κυριε, από την μανίαν του λαού, ο οποίος ωσάν λυσσασμένος σκύλος ορμά εναντίον μου.
21 Λύτρωσε τη ζωή μου απ’ το σπαθί, από την εξουσία του σκύλου την πολύτιμη ψυχή μου.

22 Σώσε με από τους εχθρούς μου, οι οποίοι σαν ληοντάρι πεινασμένο ανοίγουν άγριον το στόμα των, δια να με καταβροχθίσουν. Εμέ, που έχω δυθισθή εις τόσην ταπείνωσιν και εξουδένωσιν, γλύτωσέ με από τους επιτιθεμένους εναντίον μου με μανίαν ζώου μονοκέρωτος.
22 Βγάλε με απ’ του λιονταριού το στόμα· σώσε με απ’ του αγριοβούβαλου τα κέρατα. Κύριε, μου ‘χεις κιόλας αποκριθεί!

23 Εάν, Κυριε, με σώσης, και πιστεύω απολύτως ότι θα με σώσης, θα διηγούμαι τα μεγαλεία σου στους αδελφούς μου τους Ισραηλίτας. Εν μέσω συναθροίσεως λαού πολλού θα σε δοξολογώ.
23 Θα εξιστορώ στ’ αδέρφια μου την ύπαρξή σου· μέσα σ’ όλη τη σύναξη θα σ’ εξυμνώ.

24 Σεις, που φοβείσθε τον Κυριον, δοξάσατέ τον. Ολοι οι απόγονοι του Ισραήλ υμνολογήσατέ τον. Λατρεύσατέ τον με φόβον όλοι οι Ισραηλίται,
24 Όσοι τον Κύριο σέβεστε υμνήστε τον! Όλοι οι απόγονοι του Ιακώβ, δοξάστε τον! Όλοι οι Ισραηλίτες, φοβηθείτε τον!

25 διότι ο Κυριος δεν κατεφρόνησε και δεν παρέβλεψε με δυσφορίαν ως ενοχλητικήν την δέησιν εμού του πτωχού και εξευτελισμένου ούτε και εγύρισεν αλλού το πρόσωπόν του, αλλά όταν με πίστιν έκραξα προς αυτόν, ήκουσε και εδέχθη την προσευχήν μου.
25 Κανένα δεν περιφρόνησε φτωχό ούτε για τη θλίψη του αδιαφόρησε· δεν έκρυψε απ’ αυτόν το πρόσωπό του μα στην κραυγή του για βοήθεια ανταποκρίθηκε.

26 Λυτρωμένος με την δύναμίν σου, Κυριε, και ασφαλής, από σε θα πάρω την έμπνευσιν, δια να σε υμνολογήσω ανάμεσα εις πολύν λαόν. Τα τάματα, που έχω κάμει όταν σε επεκαλούμην να με σώσης, θα τα εκπληρώσω σαν ιεράν υποχρέωσιν ενώπιον όλων εκείνων, που σέβονται το Ονομά σου.
26 Ο έπαινός μου από σένα αρχίζει, Κύριε, σε σύναξη μεγάλη· τα τάματά μου θα τα εκπληρώσω μπροστά σ’ αυτούς που σε φοβούνται.

27 Πλουσίαν θυσίαν ευγνωμοσύνης, υλικήν και πνευματικήν, θα προσφέρω προς σε δια την σωτηρίαν, που μου έδωσες. Από αυτήν θα φάγουν οι πτωχοί και θα χορτάσουν υλικώς και πνευματικώς και θα δοξολογήσουν τον Κυριον όλοι εκείνοι, που με προσευχήν και πίστιν τον επιζητούν. Με την ιεράν αυτήν τροφήν της θυσίας μου θα ζήσουν αι ψυχαί των εις αιώνας αιώνων.
27 Θα φάνε οι φτωχοί και θα χορτάσουν· όσοι ζητούν τον Κύριο θα τον δοξάσουν· οι καρδιές τους θα ζήσουν αιώνια.

28 Και αυτά ακόμη τα ειδωλολατρικά έθνη θα ενθυμηθούν τον Κυριον. Ολοι οι εις τα πέρατα της γης κατοικούντες λαοί θα πέσουν ενώπιόν του και θα προσκυνήσουν αυτόν όλαι αι φυλαί της γης.
28 Θα θυμηθούν και θα γυρίσουνε στον Κύριο όλα τα πέρατα της γης· και θα τον προσκυνήσουν οι οικογένειες όλες των λαών.

29 Διότι στον Κυριον ανήκει δικαιωματικώς και απολύτως η βασιλεία επί πάντων και αυτός είναι ο μόνος, που δικαιούται να δεσπόζη και δεσπόζει επάνω εις όλα τα έθνη.
29 Γιατί στον Κύριο η απόλυτη εξουσία ανήκει κι αυτός στα έθνη κυριαρχεί.

30 Από το συμπόσιον αυτό της πνευματικής θυσίας θα φάγουν και θα προσκυνήσουν τον Κυριον όλοι οι άρχοντες και οι μεγάλοι του κόσμου. Ενώπιόν του θα πέσουν με σεβασμόν και θα προσκυνήσουν με ευγνωμοσύνην και όλοι οι ταλαιπωρημένοι θνητοί, που έχουν καταπέσει μέχρι του εδάφους και καταπατούνται από τους ισχυρούς της γης. Η ψυχή μου, ολόκληρος η ύπαρξίς μου ζη και υπάρχει δι’ αυτόν, δια να τον υπηρετή και να τον δοξάζη.
30 Μονάχα αυτόν θα προσκυνήσουν οι καλοζωισμένοι όλοι της γης· κάθε θνητός της γης θα υποκλιθεί μπροστά του· θα ζήσει κι η ψυχή μου χάρη σ’ αυτόν.

31 Και οι απόγονοί μου θα τον υπηρετήσουν με πίστιν, η γενεά αυτή των ευσεβών ανθρώπων, που πρόκειται να έλθη, θα αναγγελθή στον εν ουρανοίς Κυριον ως λαός ιδικός του.
31 Οι επερχόμενες γενιές θα τον λατρεύουν· θα μιλάνε για τον Κύριο στη γενιά που ‘ρχεται,

32 Θα αναγγείλουν και θα καταστήσουν γνωστήν την δικαιοσύνην του στον λαόν, ο οποίος πρόκειται να γεννηθή από το πάθημα και τον θρίαμβον του οσίου του, λαόν τον οποίον ανεγέννησε και ανέδειξεν ο Κυριος.
32 θα διαλαλούνε τη δικαιοσύνη του· σ’ αυτούς που πρόκειται να γεννηθούν, τα όσα έκανε θα πουν