ΨΑΛΜΟΣ 143 – ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΤΗ ΝΙΚΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΓΟΛΙΑΘ

Κάθισμα 20

Τῷ Δαυΐδ, πρὸς τὸν Γολιάθ.

1 Εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεός μου ὁ διδάσκων τὰς χεῖράς μου εἰς παράταξιν, τοὺς δακτύλους μου εἰς πόλεμον·

2 ἔλεός μου καὶ καταφυγή μου, ἀντιλήπτωρ μου καὶ ῥύστης μου, ὑπερασπιστής μου, καὶ ἐπ᾿ αὐτῷ ἤλπισα, ὁ ὑποτάσσων τὸν λαόν μου ὑπ᾿ ἐμέ.

3 Κύριε, τί ἐστιν ἄνθρωπος ὅτι ἐγνώσθης αὐτῷ, ἢ υἱὸς ἀνθρώπου ὅτι λογίζῃ αὐτῷ;

4 ἄνθρωπος ματαιότητι ὡμοιώθη, αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ὡσεὶ σκιὰ παράγουσι.

5 Κύριε, κλῖνον οὐρανοὺς καὶ κατάβηθι, ἅψαι τῶν ὀρέων, καὶ καπνισθήσονται.

6 ἄστραψον ἀστραπὴν καὶ σκορπιεῖς αὐτούς, ἐξαπόστειλον τὰ βέλη σου καὶ συνταράξεις αὐτούς.

7 ἐξαπόστειλον τὴν χεῖρά σου ἐξ ὕψους, ἐξελοῦ με καὶ ῥῦσαί με ἐξ ὑδάτων πολλῶν, ἐκ χειρὸς υἱῶν ἀλλοτρίων,

8 ὧν τὸ στόμα ἐλάλησε ματαιότητα, καὶ ἡ δεξιὰ αὐτῶν δεξιὰ ἀδικίας.

9 ὁ Θεός, ᾠδὴν καινὴν ᾄσομαί σοι, ἐν ψαλτηρίῳ δεκαχόρδῳ ψαλῶ σοι

10 τῷ διδόντι τὴν σωτηρίαν τοῖς βασιλεῦσι, τῷ λυτρουμένῳ Δαυΐδ τὸν δοῦλον αὐτοῦ ἐκ ῥομφαίας πονηρᾶς.

11 ῥῦσαί με καὶ ἐξελοῦ με ἐκ χειρὸς υἱῶν ἀλλοτρίων, ὧν τὸ στόμα ἐλάλησε ματαιότητα καὶ ἡ δεξιὰ αὐτῶν δεξιὰ ἀδικίας.

12 ὧν οἱ υἱοὶ ὡς νεόφυτα ἱδρυμένα ἐν τῇ νεότητι αὐτῶν, αἱ θυγατέρες αὐτῶν κεκαλλωπισμέναι, περικεκοσμημέναι ὡς ὁμοίωμα ναοῦ,

13 τὰ ταμιεῖα αὐτῶν πλήρη, ἐξερευγόμενα ἐκ τούτου εἰς τοῦτο, τὰ πρόβατα αὐτῶν πολύτοκα, πληθύνοντα ἐν ταῖς ἐξόδοις αὐτῶν,

14 οἱ βόες αὐτῶν παχεῖς, οὐκ ἔστι κατάπτωμα φραγμοῦ, οὐδὲ διέξοδος, οὐδὲ κραυγὴ ἐν ταῖς πλατείαις αὐτῶν,

15 ἐμακάρισαν τὸν λαόν, ᾧ ταῦτά ἐστι· μακάριος ὁ λαός, οὗ Κύριος ὁ Θεὸς αὐτοῦ.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Προσευχή γιά βοήθεια ἀπό τόν Θεό.
α2 Γιά κατάθλιψη καί γιά κακό μάτι.
β Ὅταν ἐπιτίθεται ὁ ἐχθρός μή φοβηθῆς πίστευε ὅπως ὁ Δαβίδ.
γ Γιά νά καταπραΰνη ὁ Θεός τόν ἀναστατωμένο λαό νά μήν γίνη ἐμφύλιος πόλεμος.
ε “Εὐχαριστήριος ψ.”.
στ Ὅταν μᾶς καταδιώκουν οἱ ἰσχυροί τοῦ παρόντος αἰῶνος.
θ Δοξολογία, ἐπίκληση καί προβολή μεσιτείας.
“Πρός εὐχαριστίαν ἕνεκα ἐλέους καί χάριτος”

Μετάφραση – Ερμηνεία

Τῷ Δαυΐδ, πρὸς τὸν Γολιάθ.

1 Δοξασμένος ας είναι ο Κυριος και Θεός μου, ο οποίος διδάσκει τα χέρια μου να χειρίζονται την σπάθην κατά τας συμπλοκάς εις τας μάχας, και τα δάκτυλά μου να χρησιμοποιούν το τόξον κατά τους πολέμους.
1 Του Δαβίδ. Ευλογημένος να ’σαι, Κύριε, εσύ, ο βράχος μου· τα χέρια μου γυμνάζεις για τη μάχη, τα δάχτυλά μου για τον πόλεμο.

2 Αυτός είναι το έλεός μου, το καταφύγιόν μου, ο προστάτης μου και ο ελευθερωτής μου, ο υπερασπιστής μου, και εις αυτόν έχω στηρίξει τας ελπίδας μου· εις αυτόν, ο οποίος υποτάσσει ομονοημένον τον λαόν μου εις εμέ.
2 Προστάτη μου κι οχύρωμά μου, κάστρο μου κι ελευθερωτή μου, ασπίδα μου, κοντά σου είμ’ ασφαλής· σ’ εμένα τους λαούς θα υποτάξεις.

3 Κυριε, τι είναι τάχα ο ευτελής άνθρωπος, ώστε να αποκαλύπτης και να καθιστάς τον εαυτόν σου γνωστόν εις αυτόν; Η ο υιός του ανθρώπου, ώστε να τον λογαριάζης και να τον λαμβάνης υπ όψιν σου;
3 Κύριε, τι είν’ ο άνθρωπος ώστε να τον φροντίζεις; ο κάτοικος της γης ώστε να νοιάζεσαι γι’ αυτόν;

4 Ο άνθρωπος είναι όμοιος προς το μάταιον και παροδικόν. Αι ημέραί του παρέρχονται ωσάν σκια.
4 Ο άνθρωπος μοιάζει με πνοή· και σαν τη φευγαλέα σκιά οι μέρες της ζωής του.

5 Συ όμως, Κυριε, που είσαι τόσον συγκαταβατικός προς ημάς τους ευτελείς ανθρώπους, χαμήλωσε τους ουρανούς και κατέβα. Εγγισε με τα χέρια σου τα βουνά και θα ανάψουν και θα γεμίσουν καπνόν.
5 Κύριε, τα ουράνια σου χαμήλωσέ τα και κατέβα· άγγιξε τα βουνά και θ’ αναδώσουνε καπνό.

6 Αστραψε αστραπήν επάνω από τους εχθρούς μου κα θα τους διασκορπίσης. Στείλε εναντίον των τα βέλη σου, και θα τους συγκλονίσης
6 Στείλε αστραπές και τους εχθρούς μου σκόρπισε· ρίξε τα βέλη σου σύγχυση να τους φέρεις.

7 Απλωσε, Κυριε, το χέρι σου από το ουράνιον ύψος, βγάλε με και γλύτωσέ με από τα πολλά ορμητικά ύδατα, που απειλούν να με πνίξουν· από τα χέρια δηλαδή των αλλοεθνών ανθρώπων.
7 Στείλε τη δύναμή σου από ψηλά, γλίτωσέ με και σώσε με απ’ την πλημμύρα, από την εξουσία των ξένων.

8 Αυτών, των οποίων το στόμα ελάλησε δόλια και ασύστατα πράγματα και η δεξιά των χειρ είναι όργανον αδικημάτων.
8 Που λέει το στόμα τους ψευτιές, ακόμα κι όταν το δεξί τους χέρι υψώνουνε για να ορκιστούν.

9 Ω Θεέ μου, εις την νέαν αυτήν συντριβήν των εχθρών μου, θα ψάλλω εγώ προς σε νέον άσμα ευγνωμοσύνης. Με δεκάχορδον μουσικόν όργανον θα σε υμνολογήσω· σέ,
9 Για σένα, Θεέ, θα ψάλω καινούρια ωδή. Με άρπα δεκάχορδη θα παίξω μουσική για σένα,

10 ο οποίος ανέκαθεν δίδεις νίκας και σωτηρίαν στους βασιλείς· σέ, ο οποίος έσωσες εμέ, τον δούλον σου Δαυίδ από την θανατηφόρον ρομφαίαν του Γολιάθ.
10 που βοηθάς τους βασιλιάδες να νικούν και που γλιτώνεις το Δαβίδ, το δούλο σου, από κακή σπαθιά.

11 Απάλλαξέ με και τώρα και γλύτωσέ με από τα χέρια των αλλοεθνών, των οποίων το στόμα ελάλησε και λαλεί ψευδολογίας, η δε δεξιά των χειρ είναι όργανον αδικίας.
11 Γλίτωσέ με και σώσε με από την εξουσία των ξένων, που λέει το στόμα τους ψευτιές, ακόμα κι όταν το δεξί τους χέρι υψώνουνε για να ορκιστούν.

12 Αυτοί απολαμβάνουν σήμερον όλα τα αγαθά. Τα παιδιά των λόγω της νεότητός των όμοιάζουν σαν βλαστάρια καλώς ριζωμένα και θαλερά. Αι θυγατέρες των είναι καλλωπισμένες και στολισμένες με κοσμήματα στο σώμα των, ωσάν τα αγάλματα ειδωλολατρικού ναού.
12 Ας είναι οι γιοι μας σαν νιοφυτεμένα δέντρα, που από μικρά ολόισια ψηλώνουνε χωρίς εμπόδια. Ας είναι οι θυγατέρες μας ωραίες και γερές, καθώς οι σκαλιστές κολόνες οπού κοσμούν τ’ ανάκτορα.

13 Αι αποθήκαι των είναι γεμάται από αγαθά. Υπερεκχυλίζουν από κάθε είδος· τα πρόβατά των είναι πολύτοκα. Πολλαπλασιάζονται αναρίθμητα στους βοσκοτόπους, όπου εξέρχονται προς βοσκήν.
13 Ας είν’ οι αποθήκες μας γεμάτες αγαθά κάθε λογής· και σε χιλιάδες και μυριάδες ας πληθαίνουν τα πρόβατά μας στα βοσκοτόπια μας.

14 Τα βόϊδια των είναι παχέα. Κανένας από τους τοίχους των οικοδομών των δεν έχει κρημνισθή ούτε και έχει υποστή καμμίαν ρωγμήν. Δεν ακούεται κραυγή θρήνου και πόνου εις τας πλατείας των.
14 Ας είναι καρπερές οι αγελάδες μας, χωρίς θανατικά κι αποβολές· και θρηνωδίες ας μην ηχήσουν στις πλατείες μας.

15 Εκείνοι, οι οποίοι αγνοούν σε και το θέλημά σου, εκαλοτύχησαν τον λαόν, ο οποίος απολαμβάνει αυτά τα αγαθά. Αλλά εις την πραγματικότητα μακάριος είναι ο λαός εκείνος, του οποίου ο αληθινός Θεός είναι ο Θεός και Κυριος του.
15 Μακάριος είν’ ο λαός που του συμβαίνουν όλ’ αυτά! Μακάριος είν’ ο λαός, που ’χει τον Κύριο Θεό του!