ΨΑΛΜΟΣ 139 – ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΜΕΝΟΥ

Κάθισμα 19

1 Εἰς τὸ τέλος· ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ.

2 Ἐξελοῦ με, Κύριε, ἐξ ἀνθρώπου πονηροῦ, ἀπὸ ἀνδρὸς ἀδίκου ῥῦσαί με,

3 οἵτινες ἐλογίσαντο ἀδικίαν ἐν καρδίᾳ, ὅλην τὴν ἡμέραν παρετάσσοντο πολέμους·

4 ἠκόνησαν γλῶσσαν αὐτῶν ὡσεὶ ὄφεως, ἰὸς ἀσπίδων ὑπὸ τὰ χείλη αὐτῶν. (διάψαλμα).

5 φύλαξόν με, Κύριε, ἐκ χειρὸς ἁμαρτωλοῦ, ἀπὸ ἀνθρώπων ἀδίκων ἐξελοῦ με, οἵτινες διελογίσαντο τοῦ ὑποσκελίσαι τὰ διαβήματά μου·

6 ἔκρυψαν ὑπερήφανοι παγίδα μοι καὶ σχοινία διέτειναν, παγίδα τοῖς ποσί μου, ἐχόμενα τρίβους σκάνδαλα ἔθεντό μοι. (διάψαλμα).

7 εἶπα τῷ Κυρίῳ· Θεός μου εἶ σύ, ἐνώτισαι, Κύριε, τὴν φωνὴν τῆς δεήσεώς μου.

8 Κύριε, Κύριε, δύναμις τῆς σωτηρίας μου, ἐπεσκίασας ἐπὶ τὴν κεφαλήν μου ἐν ἡμέρᾳ πολέμου.

9 μὴ παραδῷς με, Κύριε, ἀπὸ τῆς ἐπιθυμίας μου ἁμαρτωλῷ· διελογίσαντο κατ᾿ ἐμοῦ, μὴ ἐγκαταλίπῃς με, μήποτε ὑψωθῶσιν. (διάψαλμα).

10 ἡ κεφαλὴ τοῦ κυκλώματος αὐτῶν, κόπος τῶν χειλέων αὐτῶν καλύψει αὐτούς.

11 πεσοῦνται ἐπ᾿ αὐτοὺς ἄνθρακες, ἐν πυρὶ καταβαλεῖς αὐτούς, ἐν ταλαιπωρίαις οὐ μὴ ὑποστῶσιν.

12 ἀνὴρ γλωσσώδης οὐ κατευθυνθήσεται ἐπὶ τῆς γῆς, ἄνδρα ἄδικον κακὰ θηρεύσει εἰς διαφθοράν.

13 ἔγνων ὅτι ποιήσει Κύριος τὴν κρίσιν τῶν πτωχῶν καὶ τὴν δίκην τῶν πενήτων.

14 πλὴν δίκαιοι ἐξομολογήσονται τῷ ὀνόματί σου, κατοικήσουσιν εὐθεῖς σὺν τῷ προσώπῳ σου.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ὁ Θεός πού βρίσκεται ἐκεῖ.
α2 Κατά πασῶν τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων καί τῶν ὑπηρετῶν τους.
β Ὅταν σέ ἐνοχλοῦν οἱ ἐχθροί καί θέλης νά ἀπαλλαγῆς.
γ Γιά νά ἡμερέψη ὁ Θεός τόν δύστροπο οἰκογενειάρχη πού ταλαιπωρεῖ ὁλόκληρη τήν οἰκογένεια.
θ ” Ἐν καταστάσει στενοχωρίας καί ἀδημονίας”.

Μετάφραση – Ερμηνεία

1 –
1 Στον πρωτοψάλτη. Ψαλμός του Δαβίδ.

2 Γλύτωσέ με, Κυριε, από πονηρόν άνθρωπον· από άδικον άνθρωπον σώσε με.
2 Σώσε με, Κύριε, από τους πονηρούς ανθρώπους, προστάτεψέ με από τους βίαιους,

3 Αυτοί συνεχώς σκέπτονται από μέσα των και καταστρώνουν σχέδια να με αδικήσουν. Ολην την ημέραν προετοιμάζονται και ζητούν αφορμάς δι’ έριδας και μάχας.
3 που καταστρώνουν μέσα τους σχέδια πονηρά, και συνεχώς διαμάχες προκαλούνε.

4 Ετρόχισαν την συκοφαντικήν των γλώσσαν, την έκαμαν ωσάν του φιδιού. Δηλητήριον οχιάς υπάρχει κάτω από τα χείλη των.
4 Η γλώσσα τους είν’ επικίνδυνη σαν του φιδιού, τα λόγια τους θανατηφόρα σαν το δηλητήριο της έχιδνας. (Διάψαλμα)

5 Φυλαξέ με, Κυριε, από το χέρι αμαρτωλού ανθρώπου. Γλύτωσέ με από αδίκους ανθρώπους, οι οποίοι εσκέφθησαν να με ανατρέψουν και καταπατήσουν στο έδαφος.
5 Κύριε, φύλαξέ με να μην πέσω στα χέρια του ασεβή· προστάτεψέ με από τους βίαιους, που άλλο δε σκέφτονται, μονάχα πώς τα βήματά μου να κλονίσουν.

6 Εγωϊσταί και ιδιοτελείς άνθρωποι μου έστησαν κρυφά παγίδα. Ηπλωσαν, ωσάν σχοινία, τα δίκτυα της δολιότητός των, δια να παγιδεύσουν τα πόδια μου. Και πλησίον στον δρόμον, από τον οποίον θα επερνούσα, ετοποθέτησαν προσκόμματα, δια να σκοντάψω.
6 Παγίδα μού ετοιμάσαν οι θρασείς· άπλωσαν δίχτυα και σκοινιά δίπλα στο μονοπάτι μου· για μένα έστησαν ενέδρες. (Διάψαλμα)

7 Ενώπιον αυτού του κινδύνου είπα στον Κυριον· Συ είσαι ο Θεός μου. Ακουσε, Κυριε, και κάμε δεκτήν την φωνήν της δεήσεώς μου.
7 Είπα στον Κύριο: «Θεός μου είσ’ εσύ!» Άκουσε, Κύριε, τις ικεσίες μου.

8 Κυριε, Κυριε, συ είσαι η δύναμις, δια της οποίας και μόνης εγώ θα σωθώ. Ερριψες την σκιαν της προστασίας σου, ως ισχυράν περικεφαλαίαν, επάνω στο κεφάλι μου κατά την ημέραν, που εκείνοι με επολεμούσαν.
8 Κύριε, Θεέ μου, δυνατέ σωτήρα μου, σύ το κεφάλι μου προστάτεψες τη μέρα του πολέμου.

9 Μη με παραδώσης, Κυριε, εις τα χέρια αμαρτωλού, πράγμα το οποίον βαθύτατα αποστρέφομαι. Εκείνοι συνέλαβαν και κατέστρωσαν εναντίον μου σχέδια εξοντώσεως. Μη με εγκαταλίπης και επιτύχουν τα σχέδιά των, δια να μη υπερηφανευθούν απέναντι των ανθρώπων σου.
9 Μην εκπληρώσεις, Κύριε, τις επιθυμίες των ασεβών· τις μηχανορραφίες τους μην τις αφήσεις να πετύχουν, για να μη γίνουν ακόμα πιο αλαζονικοί.

10 Ο αρχηγός της συμμορίας των εχθρών μου έχει αλαζονικώς υψωμένην την κεφαλήν του. Ομως επάνω των θα πέση και θα τους σκεπάση η δολιότης και η συκοφαντία του στόματός των.
10 Όσα σκορπούν για μένα ψέματα εκείνοι οι συκοφάντες, ας πέσουν πάνω στα κεφάλια τους.

11 Θα πέσουν επάνω εις τα κεφάλια των αναμμένα κάρβουνα, θα τους ρίψης μέσα εις την φωτιάν, δεν θα ανθέξουν εις τας ταλαιπωρίας και τας τιμωρίας, που θα τους υποβάλης.
11 Ας πέσουν πάνω τους κάρβουνα φλογισμένα· ρίξ’ τους μες στη φωτιά και μες σε βάραθρο βαθύ, απ’ όπου να μη σηκωθούνε.

12 Ανθρωπος, ο οποίος έχει εριστικήν και συκοφαντικήν την γλώσσαν, δεν θα κατευοδωθή εις την γην αυτήν. Τον άδικον άνθρωπον θα τον κυνηγήσουν και θα τον συλλάβουν, ωσάν θήραμα, και θα τον οδηγήσουν εις την καταστροφήν αι ταλαιπωρίαι και αι συμφοραί.
12 Κακόγλωσσος ας μη σταθεί στη χώρα· η δυστυχία το βίαιο άνθρωπο ας τον καταδιώξει ως τον αφανισμό.

13 Από το φως της διδασκαλίας σου και από την προσωπικήν μου πείραν, έμαθα και επείσθην, ότι ο Κυριος θα υπερασπίση την δικαίαν υπόθεσιν των πτωχών και θα αποδώση το δίκαιον στους εγκαταλελειμμένους και πτωχούς.
13 Το ξέρω πως ο Κύριος υπερασπίζεται τον ταλαίπωρο, και τους ανίσχυρους τους δικαιώνει.

14 Οσον όμως και αν εις μερικάς περιστάσεις επικρατή αδικία, οι δίκαιοι θα θριαμβεύσουν τελικώς, θα δοξολογήσουν το όνομά σου, Κυριε. Οι δε ευθείς και ειλικρινείς θα κατοικούν ασφαλείς μαζή σου, Κυριε.
14 Οι δίκαιοι θα δοξολογούν την ύπαρξή σου· οι τίμιοι κοντά σου θα κατοικούν.