ΨΑΛΜΟΣ 101 – ΑΠΟΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΕΛΠΙΔΑ

Κάθισμα 14

1 Προσευχὴ τῷ πτωχῷ, ὅταν ἀκηδιάσῃ καὶ ἐναντίον Κυρίου ἐκχέῃ τὴν δέησιν αὐτοῦ.

2 Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, καὶ ἡ κραυγή μου πρὸς σὲ ἐλθέτω.

3 μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ· ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ θλίβωμαι, κλῖνον πρός με τὸ οὖς σου· ἐν ᾗ ἂν ἡμέρᾳ ἐπικαλέσωμαί σε, ταχὺ ἐπάκουσόν μου,

4 ὅτι ἐξέλιπον ὡσεὶ καπνὸς αἱ ἡμέραι μου, καὶ τὰ ὀστᾶ μου ὡσεὶ φρύγιον συνεφρύγησαν.

5 ἐπλήγην ὡσεὶ χόρτος καὶ ἐξηράνθη ἡ καρδία μου, ὅτι ἐπελαθόμην τοῦ φαγεῖν τὸν ἄρτον μου.

6 ἀπὸ φωνῆς τοῦ στεναγμοῦ μου ἐκολλήθη τὸ ὀστοῦν μου τῇ σαρκί μου.

7 ὡμοιώθην πελεκᾶνι ἐρημικῷ, ἐγενήθην ὡσεὶ νυκτικόραξ ἐν οἰκοπέδῳ,

8 ἠγρύπνησα καὶ ἐγενόμην ὡς στρουθίον μονάζον ἐπὶ δώματος.

9 ὅλην τὴν ἡμέραν ὠνείδιζόν με οἱ ἐχθροί μου, καὶ οἱ ἐπαινοῦντές με κατ᾿ ἐμοῦ ὤμνυον.

10 ὅτι σποδὸν ὡσεὶ ἄρτον ἔφαγον καὶ τὸ πόμα μου μετὰ κλαυθμοῦ ἐκίρνων

11 ἀπὸ προσώπου τῆς ὀργῆς σου καὶ τοῦ θυμοῦ σου, ὅτι ἐπάρας κατέῤῥαξάς με.

12 αἱ ἡμέραι μου ὡσεὶ σκιὰ ἐκλίθησαν, κἀγὼ ὡσεὶ χόρτος ἐξηράνθην.

13 σὺ δέ, Κύριε, εἰς τὸν αἰῶνα μένεις, καὶ τὸ μνημόσυνόν σου εἰς γενεὰν καὶ γενεάν.

14 σὺ ἀναστὰς οἰκτειρήσεις τὴν Σιών, ὅτι καιρὸς τοῦ οἰκτειρῆσαι αὐτήν, ὅτι ἥκει καιρός·

15 ὅτι εὐδόκησαν οἱ δοῦλοί σου τοὺς λίθους αὐτῆς, καὶ τὸν χοῦν αὐτῆς οἰκτειρήσουσι.

16 καὶ φοβηθήσονται τὰ ἔθνη τὸ ὄνομά σου, Κύριε, καὶ πάντες οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς τὴν δόξαν σου,

17 ὅτι οἰκοδομήσει Κύριος τὴν Σιὼν καὶ ὀφθήσεται ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ.

18 ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν καὶ οὐκ ἐξουδένωσε τὴν δέησιν αὐτῶν.

19 γραφήτω αὕτη εἰς γενεὰν ἑτέραν, καὶ λαὸς ὁ κτιζόμενος αἰνέσει τὸν Κύριον.

20 ὅτι ἐξέκυψεν ἐξ ὕψους ἁγίου αὐτοῦ, Κύριος ἐξ οὐρανοῦ ἐπὶ τὴν γῆν ἐπέβλεψε

21 τοῦ ἀκοῦσαι τοῦ στεναγμοῦ τῶν πεπεδημένων, τοῦ λῦσαι τοὺς υἱοὺς τῶν τεθανατωμένων,

22 τοῦ ἀναγγεῖλαι ἐν Σιὼν τὸ ὄνομα Κυρίου καὶ τὴν αἴνεσιν αὐτοῦ ἐν Ἱερουσαλὴμ

23 ἐν τῷ συναχθῆναι λαοὺς ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ βασιλεῖς τοῦ δουλεύειν τῷ Κυρίῳ.

24 ἀπεκρίθη αὐτῷ ἐν ὁδῷ ἰσχύος αὐτοῦ· τὴν ὀλιγότητα τῶν ἡμερῶν μου ἀνάγγειλόν μοι·

25 μὴ ἀναγάγῃς με ἐν ἡμίσει ἡμερῶν μου· ἐν γενεᾷ γενεῶν τὰ ἔτη σου.

26 κατ᾿ ἀρχὰς σύ, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας, καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρανοί·

27 αὐτοὶ ἀπολοῦνται, σὺ δὲ διαμένεις, καὶ πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται, καὶ ὡσεὶ περιβόλαιον ἑλίξεις αὐτοὺς καὶ ἀλλαγήσονται·

28 σὺ δὲ ὁ αὐτὸς εἶ, καὶ τὰ ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσιν.

29 οἱ υἱοὶ τῶν δούλων σου κατασκηνώσουσι, καὶ τὸ σπέρμα αὐτῶν εἰς τὸν αἰῶνα κατευθυνθήσεται.

Ερμηνείες Ψαλμού

α1 Ἡ διακήρυξη τοῦ βασιλιᾶ.
α2 Γιά νά φέρονται οἱ ἄνθρωποι ἔντιμα στίς συναλλαγές τους.
β Ὅταν δυσκολεύεσαι καί θέλης νά βρῆς παρηγοριά.
γ Γιά νά εὐλογήση ὁ Θεός τούς ἀνθρώπους πού φέρουν ἀξιώματα, γιά νά βοηθοῦν τόν κόσμο μέ καλωσύνη καί κατανόηση.
ε “…..ἁρμόζει ἡ προσευχή τοῦ παρόντος ψ., ἤτοι ὁ παρών ψ., ὅταν αὐτός ἀκηδιάσῃ, ἤτοι ὀλιγοψυχήσῃ, πολεμούμενος ἀπό τούς ἀοράτους ἐχθρούς καί προσφέρῃ τήν δέησίν του ἔμπροσθεν εἰς τόν Θεόν”.
στ Προσευχή σέ περιόδους μεγάλων θλίψεων, συμφορῶν καί ἐγκατάλειψης. (Προτείνεται ὡς βραδυνή προσευχή).
θ “Ἐν θλίψει ἕνεκα διωγμῶν”.

Μετάφραση – Ερμηνεία

1 –
1 Προσευχή του δυστυχισμένου, όταν είναι περίλυπος και ξεσπάει σε παράπονα ενώπιον του Κυρίου.

2 Κυριε, άκουσε και κάμε δεκτήν την προσευχήν μου. Η κραυγή της δεήσεώς μου ας φθάση ενωπιον σου.
2 Άκουσε, Κύριε, την προσευχή μου κι ας φτάσει ως εσένα η κραυγή μου για βοήθεια.

3 Μη γυρίσης αλλού το πρόσωπόν σου, ώστε να παύσης να με βλέπης. Εις ημέραν κατά την οποίαν θλίβομαι, όπως είναι η σημερινή ήμερα, πλησίασε το αυτί σου προς εμέ. Οταν εις περιστάσεις δοκιμασιών και θλίψεων σε επικαλούμαι, κατά την ημέραν εκείνην άκουσε και κάμε σύντομα δεκτήν την προσευχήν μου·
3 Το πρόσωπό σου μη μου το κρύβεις σήμερα που θλίβομαι· στρέψε την προσοχή σου κατά μένα· τη μέρα ετούτη που σου φωνάζω μην αργήσεις να μου αποκριθείς.

4 διότι αι ημέραι μου εχάθησαν ώσαν καπνός, που διαλύεται στον αέρα. Και τα κόκκαλά μου εξηράνθησαν ωσάν τα φρύγανα.
4 Γιατί η ζωή μου χάνεται σαν τον καπνό και σαν τα φρύγανα ξεραίνονται τα κόκαλά μου.

5 Εμαράθηκα και εκτυπήθηκα ωσάν το χόρτον, που το ξηραίνει ο ήλιος. Η καρδία μου εστέγνωσε από την νηστείαν, διότι μέσα στο βάρος του πόνου μου ελησμόνησα να φάγω τον άρτον μου.
5 Καταπατιέται σαν τη χλόη η καρδιά μου και μαραίνεται, και το ψωμί μου να το φάω λησμονώ.

6 Εξ αιτίας των γοερών μου στεναγμών έγινα πετσί και κόκκαλο, εκολλήθη το δέρμα μου επάνω εις τα οστά μου.
6 Από τους θρήνους και τους στεναγμούς έμεινα μοναχά πετσί και κόκαλο.

7 Εγκατελείφθην και απεμονώθην από τους άλλους ανθρώπους, έμεινα μόνος ωσάν τον ερημικόν πελεκάνο. Εγινα όμοιος με το κλαψοπούλι της νύχτας, που θρηνεί στους ερειπωμένους οίκους.
7 Μοιάζω με πελεκάνο στην ερμιά· με κουκουβάγια στα χαλάσματα.

8 Εμεινα άγρυπνος, έγινα όμοιος με το στρουθίον, που έχασε τον σύντροφόν του, και θλιμμένον μένει μόνον του επάνω εις την στέγην.
8 Ύπνο δεν έχω, κι έγινα σαν το μοναχικό σπουργίτι στη σκεπή.

9 Καθ’ όλον το διάστημα της ημέρας με ενέπαιζαν και με ύβριζαν οι εχθροί μου· και αυτοί οι οποίοι προηγουμένως με επαινούσαν, ορκίζονται τώρα εναντίον μου και με καταρώνται.
9 Όλη τη μέρα με περιγελούν οι εχθροί μου· αν κάποιον θέλουν να καταραστούν, του λέν’ να καταντήσει σαν εμένα.

10 Εξ αιτίας του βάρους των θλίψεών μου κατήντησα να τρώγω στάκτην αντί του άρτου και το νερό, το οποίον πίνω, το αναμιγνύω με τα δάκρυα του κλαυθμού μου.
10 Τρώω το χώμα αντίς ψωμί και δάκρυα στο ποτό μου ανακατεύω.

11 Αυτά υποφέρω εξ αιτίας της οργής και του μεγάλου θυμού σου δια τας αμαρτίας μου. Διότι συ, αφού με εσήκωσες υψηλά, με απέσπασες από την πατρίδα μου και συντετριμμένον με εξετίναξες εις την ξένην γην.
11 Αιτία γι’ αυτό η αγανάκτησή σου κι η οργή σου, γιατί, αφού μ’ ανύψωσες, τώρα με ταπεινώνεις.

12 Και έτσι αι ημέραι της ζωής μου χάνονται, όπως αι σκιαι κατά την δύσιν του ηλίου. Εστέγνωσα, ωσάν το εφήμερο χορτάρι που ξηραίνεται από το καύμα του ηλίου και είναι έτοιμον να ριφθή εις την φωτιάν.
12 Χάνονται οι μέρες μου καθώς το απόσπερο οι σκιές κι εγώ μαραίνομαι σαν το χορτάρι.

13 Συ όμως, Κυριε, μένεις αναλλοίωτος στους αιώνας των αιώνων, και το Ονομά σου μνημονεύεται δια μέσου όλων των γενεών.
13 Αλλά, Κύριε, εσύ αιώνια μένεις και σε θυμούνται όλες οι γενιές.

14 Συ, λοιπόν, ο αιώνιος και παντοδύναμος Θεός, σήκω από τον θρόνον της μεγαλωσύνης σου, σπλαγχνίσου την Σιών, διότι έφθασεν ο καιρός, που πρέπει να την λυπηθής, να την ελεήσης, να την σώσης. Ηλθε πλέον ο προσδιωρισμένος από σε χρόνος της απελευθερώσεώς μας.
14 Θα σηκωθείς και τη Σιών θα σπλαχνιστείς –είναι καιρός να της χαρίσεις το έλεός σου– γιατ’ ήρθε η στιγμή.

15 Διότι οι ταλαιπωρούμενοι εις την αιχμαλωσίαν δούλοι σου, επόθησαν και αυτά ακόμη τα λιθάρια των ερειπωμένων κτιρίων της. Το από την καταστροφήν απολειφθέν χώμα της πονούν να ίδουν.
15 Εμείς οι δούλοι σου αγαπάμε ως και τις πέτρες της· ως και το χώμα της το πονάμε.

16 Οταν συ, Κυριε, εν τη παντοδυναμία σου μας στείλης την σωτηρίαν, τα έθνη θα φοβηθούν το Ονομά σου και όλοι οι βασιλείς του κόσμου θα ευλαβηθούν και θα θαυμάσουν την δόξαν σου.
16 Οι ειδωλολάτρες τότε θα φοβηθούν τ’ όνομα του Κυρίου και όλοι οι βασιλείς της γης τη δόξα του.

17 Διότι ο Κυριος θα ανοικοδομήση την ερειπωμένην Σιών και θα εμφανισθη εκεί με την δόξαν του.
17 Όταν ο Κύριος θα οικοδομήσει τη Σιών, όταν θα παρουσιαστεί μέσα στη δόξα του.

18 Η ανόρθωσις αυτή της Σιών θα σημάνη ότι ο Κυριος έρριψε ευμενές βλέμμα εις την προσευχήν των ταλαιπωρουμένων δούλων του και δεν εξουθενώνει πλέον ως μηδαμινήν την δέησίν των.
18 θα προσέξει τότε των απόκληρων την προσευχή, την ικεσία τους δε θα την παραβλέψει.

19 Ας καταγραφή αυτή η προφητεία και η προσεχής εκπλήρωσίς της, δια να γνωσθή εις την γενεάν που πρόκειται να γεννηθή, ώστε ο λαός, που πρόκειται να δημιουργηθή, να υμνήση τον Κυριον.
19 Ετούτο να γραφτεί για την επόμενη γενιά· ώστε ο λαός που θα δημιουργηθεί, να υμνεί τον Κύριο.

20 Διότι ο Κυριος έσκυψεν από τα άγια ύψη του, από τον ουράνιον θρόνον του, έρριψεν ο Κυριος βλέμμα στοργικόν και ευμενές επάνω εις την γην,
20 Έσκυψε ο Κύριος απ’ το απρόσιτο άγιό του από τους ουρανούς επέβλεψε στη γη,

21 δια να ακούση τον στεναγμόν των αλυσοδεμένων αιχμαλώτων, δια να λύση τα δεσμά από τα παιδιά εκείνων, που είχαν αιχμαλωτισθή και θανατωθή.
21 τους στεναγμούς των αιχμαλώτων για ν’ ακούσει και να ελευθερώσει τους μελλοθάνατους.

22 Ωστε οι τέως σιδηροδέσμιοι δούλοι, ελεύθεροι πλέον, να διακηρύξουν εις την Σιών και να αναγγείλουν το Ονομα του Κυρίου και την δοξολογίαν αυτού εις την Ιερουσαλήμ,
22 Έτσι τ’ όνομα του Κυρίου στη Σιών θα διακηρύσσεται κι ο ύμνος του στην Ιερουσαλήμ,

23 όταν θα συγκεντρωθούν εκεί οι λαοί και οι βασιλείς της γης, δια να υπηρετούν τον Κυριον.
23 όταν όλοι οι λαοί θα συγκεντρώνονται και τα βασίλεια, τον Κύριο να λατρέψουν.

24 Ο αιχμαλωτισμένος και ταλαιπωρημένος εις την εξορίαν λαός των Ιουδαίων, με όσην δύναμιν του απέμεινεν, είπε προς τον Κυριον· Καμε με να εννοήσω, Κυριε, πόσον ολίγαι ημέραι ζωής μου υπολείπονται, και να σκεφθώ, αν θα προφθάσω άραγε να ίδω την θαυμαστήν σου απελευθέρωσίν μου.
24 Εκείνος μου εξασθένησε, καθώς πορεύομαι, τη δύναμή μου, λιγόστεψε τις μέρες μου.

25 Μη με αφαρπάσης στο μέσον της ζωής μου· δώσε παράτασιν εις τας ημέρας μου, διότι συ έχεις ατελείωτα τα έτη σου, που μένουν από γενεάς εις γενεάν.
25 Και λέω: «Θεέ μου, μη μ’ αρπάξεις μες στης ζωής μου τα μισά». Εσένα, Κύριε, τα χρόνια σου διαρκούν αιώνια.

26 Συ, Κυριε, κατ’ αρχάς εδημιούργησες και εθεμελίωσες την γην, και έργα των παντοδυνάμων χειρών σου είναι οι ουρανοί.
26 Εσύ αρχικά θεμέλιωσες τη γη κι οι ουρανοί δικά σου είναι έργα.

27 Αυτοί θα καταστραφούν, συ όμως παραμένεις ο αυτός και αναλλοίωτος δια μέσου των αιώνων. Ολος ο υλικός κόσμος σαν ένδυμα θα παληώση και σαν πανωφόρι, που περιβάλλονται οι άνθρωποι, θα τον γυρίσης, θα τον περιτυλίξης, θα τον αλλάξης, ώστε να γίνη καινούργιος.
27 Αυτοί θ’ αφανιστούν, μα εσύ θα παραμένεις, και όλοι τους σαν ρούχο θα παλιώσουν· θα τους αλλάξεις σαν μια φορεσιά και θα χαθούν.

28 Συ όμως είσαι ο ίδιος και αναλλοίωτος και τα έτη της αιωνιότητός σου δεν θα εξαντληθούν ποτέ.
28 Αλλά εσύ είσαι πάντα ο ίδιος· τα χρόνια σου δεν έχουν τελειωμό.

29 Κατω από την ιδικήν σου παντοδύναμον προστασίαν τα τέκνα και οι απόγονοι των δούλων σου, των πατριαρχών, θα εύρουν ασφαλή κατοικίαν και οι απόγονοί των χάρις εις σε θα ευδοκιμούν δια μέσου όλων των αιώνων.
29 Οι γιοι των αφοσιωμένων σου θα ζουν στον τόπο τους κι οι απόγονοί τους με τη χάρη σου θα επιβιώνουν.